170 km/h, το ’50, με Vespa!
Στα τέλη του ’40 και τις αρχές του ’50 δεν ήταν καθόλου σπάνιες οι κόντρες μεταξύ των δύο “αιωνίων αντιπάλων” Vespa και Lambretta. Οι μάχες δεν έμεναν μόνο στα καταστήματα πώλησης, τους δρόμους και τα club, αλλά περνούσαν και στις πίστες. Επίσης, αφού πρώτα οι δυο μεγάλες εταιρίες πείσθηκαν ότι έτσι θα πουλούσαν περισσότερα σκούτερ, ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός με στόχο το ρεκόρ ταχύτητας. H Siluro ήταν μία από τις “Βέσπες” που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος
Γυρνάμε το ρολόι του χρόνου πίσω, στο 1951, χρονιά που η Piaggio ετοιμάζεται με όχημα το εμβληματικό της σκούτερ να καταρρίψει ένα παγκόσμιο ρεκόρ, αυτό των 1000 μέτρων από στάση. Η Vespa, όμως, με την οποία σκοπεύει να κάνει το ρεκόρ κάθε άλλο παρά με μοντέλο παραγωγής μοιάζει. Μάλλον πούρο ή, αν θέλετε, τορπίλη θυμίζει περισσότερο. Άλλωστε, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ονομάστηκε Siluro (τορπίλη).
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1951, ανάμεσα στο 10ο και το 11ο χιλιόμετρο της Autostrada Ρώμης-Όστια, η σιλουέτα μιας καθ’ όλα αξιοπερίεργης “Βέσπας” κάνει την εμφάνισή της. Έχει ένα μακρόστενο σχήμα, κατάλληλο για να της πρόσφερει αεροδυναμική κίνηση.
Η σχεδίαση της Vespa Siluro έχει γίνει από τον ίδιο τον πατέρα της πρώτης Vespa, τον Corradino D’Ascanio, ο οποίος με χαρά θα πρέπει να ανέλαβε το έργο, μιας και ήταν αεροναυπηγός. Ο D’ Ascanio ήταν ο άνθρωπος που σχεδίασε και την πρώτη Vespa που είδε ποτέ ο κόσμος και αυτό συνέβη το 1943, με το μεταλλικό σκούτερ MP5 Paperino.
Οδηγός της Siluro ο δοκιμαστής-αναβάτης της Piaggio, Dino Mazzoncini, που κατάφερε να φτάσει τη δίτροχη κατασκευή μέχρι τα 171,1 χιλιόμετρα την ώρα, με χρόνο μόλις 21,4 δευτερόλεπτα! O Mazzoncini καθιστός στην πολύ χαμηλού ύψους κατασκευή, έπρεπε να ανοίξει πρώτα μια πόρτα για να μπει στη θέση του.
Λόγω του ότι το κεφάλι του προεξείχε, πάνω από την αλουμινένια κατασκευή, έπρεπε να φοράει ένα αστείο μισό κράνος με … ουρά – ώστε να μην διαταράσσεται η κίνηση του αέρα – εμπνευσμένο από τα αντίστοιχα αγωνιστικά προπολεμικά κράνη των Γερμανών αναβατών, αλλά και των σκιέρ.
Η σχεδίαση του κινητήρα, την οποία είχε αναλάβει αρχικά ο D’ Ascanio, αργότερα πέρασε στα χέρια του μηχανικού Vittorio Casini, ο οποίος δημιούργησε μια πρωτότυπη διάταξη και τοποθέτησε υδρόψυξη για να λυθούν τα προβλήματα μειωμένης απόδοσης και αξιοπιστίας.
Η λύση της υπερτροφοδότησης αφέθηκε στην άκρη, αφού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το τελικό αποτέλεσμα θα απομακρυνόταν ιδιαίτερα από τα μοντέλα παραγωγής. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν – χονδρικά – τμήματα από κινητήρες παραγωγής, παρόλο που ο κινητήρας της Siluro ήταν απολύτως … εξωτικός.
Ο κινητήρας της Vespa Siluro ήταν δικύλινδρος, υδρόψυκτος boxer (!) τοποθετημένος στον διαμήκη άξονα του “σκούτερ” (δηλαδή ένας κύλινδρος μπροστά και ένας πίσω – παράλληλα με τον δρόμο) και απέδιδε 17,2 ίππους στις 9.500 σ.α.λ.
Ο κάθε κύλινδρος διέθετε το δικό του καρμπυρατέρ, ενώ για την ψύξη των κυλίνδρων επιλέχθηκε η υγρόψυξη, αφού τα 20 άλογα δύναμης στον στρόφαλο, κολλούσαν τα πιστόνια το ένα πίσω από το άλλο.
Όμως η διαφορά του κινητήρα της “Τορπίλης – Siluro” δεν τελείωνε εκεί. Ο δικύλινδρος κινητήρας διέθετε κοινό θάλαμο καύσης! Φανταστείτε τους κυλίνδρους (δείτε παρακάτω και το σχήμα), εγκάρσια τοποθετημένους παράλληλα με το έδαφος, να χρησιμοποιούν κοινό κύλινδρο (μεγάλου μήκους) με ενωμένες τις κεφαλές τους, δημιουργώντας έναν και μόνο θάλαμο καύσης. Φανταστείτε επίσης τους δύο στρόφαλους να βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά του μπόξερ – δηλαδή ανάποδα από τη διάταξη της BMW που γνωρίζουμε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Στο πάνω και το κάτω μέρος του θάλαμου καύσης – όπως τον βλέπουμε – υπήρχε από ένα μπουζί, δηλαδή δύο το σύνολο. Η εισαγωγή του καυσίμου γινόταν – από δύο καρμπυρατέρ Dell’Orto SSI 23 – ταυτόχρονα για το κάθε αντικριστό πιστόνι.
Με την ανάφλεξη, η εκτόνωση των αερίων έσπρωχνε και τα δυο πιστόνια ταυτόχρονα, ενώ οι δύο στρόφαλοι ενώνονταν με δυο γρανάζια, μεταφέροντας τη δύναμη στον συμπλέκτη και το κιβώτιο ταχυτήτων.
Ενδιαφέρον παρουσίαζε βεβαίως και ο κυβισμός της Siluro, που δεν ξεπερνούσε τα 124.5 cc, με τις διαστάσεις του κάθε κυλίνδρου στα 42 χιλιοστά διαμέτρου, με 45 χιλιοστά διαδρομής.
Το κιβώτιο ταχυτήτων είχε 3 σχέσεις ( και όχι 4, όπως λανθασμένα αναφέρει η επίσημη ιστοσελίδα της Piaggio, η Vespa.com!) και οι τροχοί των 3.00 x 10 ίντσες φορούσαν ειδικά κατασκευασμένα για την προσπάθεια, ελαστικά της Pirelli.
H ανάρτηση ήταν με υστερούντα βραχίονα μπροστά, ενώ πίσω χρησιμοποιήθηκαν λαστιχένια παρεμβύσματα και αμορτισέρ.
Το περίβλημα ήταν φτιαγμένο από, κουρμπαρισμένα στο χέρι φύλλα αλουμινίου, μειώνοντας αποτελεσματικά το βάρος της κατασκευής. Στην προσπάθεια να μειωθεί η αντίσταση του Siluro στον αέρα, οι διαστάσεις μειώθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερο, κι έτσι ο καημένος ο αναβάτης Dino Mazzoncini έπρεπε πρακτικά να σφηνωθεί μέσα στο σκούτερ (…σκούτερ είπαμε ε;).
Οι ώμοι του πιέζονταν από το αλουμινένιο πλαίσιο, τα χέρια και πόδια ίσα-ίσα που μπορούσαν να κινηθούν για να χειριστεί το δίτροχο (π.χ. τις 3 ταχύτητες, που άλλαζαν από το αριστερό άκρο του τιμονιού, όπως στις κοινές Βέσπες). Το κράνος τώρα.
Αφού το κεφάλι του Mazzoncini προεξείχε, η αεροδυναμική πήγαινε περίπατο (το “φινιστρίνι” – εισαγωγή μπροστά στο πρόσωπό του, εμπόδιζε παρά βοηθούσε), κι έτσι φτιάχτηκε ένα κράνος που “έσκιζε τον αέρα”, κάνοντας φυσικά τον αναβάτη να μοιάζει με κλόουν.
Τη μέρα που θα γινόταν η απόπειρα για ένα νέο παγκόσμιο ρεκόρ, η εθνική οδός από την πρωτεύουσα της Ιταλίας προς την Όστια είχε κλείσει για δυο ώρες, με αστυνομία και στρατό (!). Ο Mazzoncini αργότερα επαινούσε τη ροπή του κινητήρα, που “ξεκινούσε σαν να ήταν Vespa παραγωγής”, αλλά και τη δύναμη του κινητήρα στις υψηλότερες στροφές.
Το βασικό πρόβλημά του ήταν πάντως οι ανωμαλίες της Αutostrada και ειδικά μια μεγάλη “καμπούρα” κάπου στη διαδρομή, όπου η Siluro απογειωνόταν και έμενε για λίγο στον αέρα, με ταχύτητα πάνω από 130 χιλιόμετρα την ώρα! Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν η πτήση, αλλά η προσγείωση, κι εδώ αναλογιστείτε ότι η Siluro δεν θα διέθετε και καμιά καλή οδική συμπεριφορά… 10άρηδες τροχούς φορούσε και οι αναρτήσεις της ήταν πρωτόγονες.
Η τελική ταχύτητα που καταγράφηκε σε μια από τις προσπάθειες του Mazzoncini ήταν 174 χ.α.ω, αλλά για τους κριτές της FIM, της διεθνούς ομοσπονδίας μοτοσυκλετισμού που παρακολουθούσαν, σύμφωνα με τους κανονισμούς η ταχύτητα που μετρούσε ήταν ο μέσος όρος του αθροίσματος δύο προσπαθειών, που επιτρεπόταν να κάνει η Vespa Siluro.
Έτσι καταγράφηκαν τα 171,2 χιλιόμετρα την ώρα μέγιστης ταχύτητας, που έτσι κι αλλιώς ήταν ρεκόρ κόσμου όχι μόνο για τα 125 cc, αλλά και τα 175 cc!
Θρίαμβος λοιπόν για την Piaggio τον Φεβρουάριο του ’51, που θα μπορούσε δίκαια να περηφανεύεται και να βάζει στις διαφημίσεις της το σλόγκαν : “το ταχύτερο σκούτερ στον κόσμο”.
Όχι για πολύ καιρό όμως. Δυο μόλις μήνες αργότερα, μια ακόμα πιο αεροδυναμική και ομορφότερη κόκκινη Lambretta 125 έσπασε και πάλι το παγκόσμιο ρεκόρ με 190 χ.α.ω και μέχρι τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το είχε βελτιώσει στα 200 χιλιόμετρα την ώρα! Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: H ταχύτερη Lambretta του κόσμου