H “πλαστική” επανάσταση πάει στην Ιταλία
Αν το 1980 άνοιγε κάποιος έναν κατάλογο με τα μοντέλα που πωλούνταν στην ιταλική αγορά, θα διαπίστωνε ότι στην κατηγορία των σκούτερ υπήρχαν μόνο οι μεταλλικές Vespa της Piaggio και οι μεταλλικές Lambretta της ινδικής SIL… κι αν έψαχνε λίγο παραπάνω θα ανακάλυπτε και τα “πλαστικά” σκούτερ της Benelli, που απείχαν έτη φωτός από πλευράς τεχνολογίας, δομής και επιδόσεων.
“Και γιατί δεν πέτυχαν τα Benelli αφού ήταν καλύτερα σκούτερ από τα Piaggio;” μπορεί να ρωτήσει κάποιος. Η απάντηση δεν είναι απλή και σίγουρα βρίσκεται στο ότι η Piaggio υπήρξε πριν, αλλά και μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο, μια εταιρία με οικονομική ισχύ, εδραιωμένη στην Ιταλία και τον υπόλοιπο κόσμο χάρη σε ένα εξαιρετικά μεγάλο δίκτυο αντιπροσώπων.
Έβγαινε νέο μοντέλο και μοιραζόταν μεμιάς σε όλο τον κόσμο. Πολύ δύσκολα τα έβαζε κανείς με τέτοιο δίκτυο, που ήταν τόσο διευρυμένο ώστε να θεωρείται πια κατεστημένο.
Πώς θα μπορούσε η Benelli, μια εταιρία που ναι μεν ήταν ιστορική (με έτος ίδρυσης το 1911) και κυρίως φημιζόταν για τις μοτοσυκλέτες της, να επιβληθεί στο χώρο των σκούτερ που ήταν μονοπώλιο; Πώς θα μπορούσε να προμοτάρει τα μοντέλα της όταν τα οικονομικά της δεν ήταν τα καλύτερα; Η εταιρία είχε αποκτηθεί από τον Alejandro de Tomaso, τον Αργεντινό βιομήχανο, το 1973 και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 την έβρισκαν να αντιμετωπίζει προβλήματα που οδήγησαν τελικά στην παύση της παραγωγής το 1988 και την ενσωμάτωσή της με τη Moto Guzzi, στην εταιρία Guzzi Benelli Moto S.p.A.
Η Benelli ήταν πάντοτε μια εταιρία η οποία φρόντιζε την πλευρά της γκάμας της που είχε να κάνει με τα δίτροχα καθημερινής μετακίνησης. Πενηνταράκια, μοτοποδήλατα, μίνι μοτοσυκλετάκια με μικρούς τροχούς υπήρχαν κατά καιρούς μέσα στα προϊόντα της.
Η δεκαετία του ’80 την έβρισκε έτοιμη να κάνει το επόμενο βήμα. Οι βαριές, αρχαιοπρεπείς (αλλά καθ’όλα κλασικές από την άλλη, που ήταν και το κυριότερο ατού τους) Vespa και Lambretta συμβόλιζαν την “παλιά σχολή”. Τα νέα σκούτερ έπρεπε να είναι μοντέρνα, ελαφρά, να μην έχουν καμιά σχέση με το παραδοσιακό κατεστημένο.
Την επανάσταση στο χώρο των σκούτερ είχαν κάνει οι Ιάπωνες από την άλλη μεριά του πλανήτη, έχοντας παρουσιάσει ήδη από το 1976 (!) δυο πολύ αξιόλογα μοντέλα που δεν είχαν καμιά σχέση με οτιδήποτε είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε. Η Yamaha είχε παρουσιάσει το Passol (διαβάστε την ιστορία του εδώ) και η Honda το Roadpal την ίδια χρονιά.
Το Yamaha Passol είχε μια δομή μοντέρνα και ιδιαίτερα έξυπνη και οι άνθρωποι της Benelli στο Pesaro της Ιταλίας δεν δυσκολεύτηκαν πολύ να την αντιγράψουν.
Πρώτα εμφανίστηκε το Benelli S50, που ήταν ένα αντίγραφο του Yamaha, το “ιταλικό Passol” του 1981 και λίγο καιρό μετά έκανε την εμφάνισή του το Benelli S125 πάνω στις ίδιες γραμμές, με τη μόνη διαφορά ότι… οι Ιταλοί είχαν βάλει το χέρι τους και είχαν διαπρέψει.
Σε αντίθεση με το αυτόματο S50, το S125 διέθετε κινητήρα σωστά ζυγισμένο στο πλαίσιο (και όχι μονόπλευρα όπως οι Vespa) επίπεδο βολικό δάπεδο, τετραγωνισμένη σχεδίαση και άλλες μοντέρνες λύσεις. Κυρίως όμως είχε πάνω του ένα στοιχείο που θα λάτρευαν οι Ιταλοί: είχε ταχύτητες στο χέρι, στο αριστερό άκρο του τιμονιού όπως οι Vespa και μάλιστα 4 σχέσεων!
Όπως θα δείτε και στο βιντεάκι που ακολουθεί, η Benelli προωθούσε αυτό το χαρακτηριστικό μιας και θεωρείτο προτέρημα. Οι αυτόματες μεταδόσεις δεν είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού ακόμα. Πού να ήξεραν…
Στο βίντεο προβάλλεται επίσης και η δύναμη του κινητήρα – κάνει σούζα το σκούτερ – και η κίνηση στο χώμα…
Κατά τα άλλα, το Benelli S125 απέδιδε κοντά στους 10 ίππους, είχε έναν ελαφρύ δίχρονο κινητήρα, ενώ ελαφρύ ήταν συνολικά και το σκούτερ ζυγίζοντας 90 κιλά (το S50 ζύγιζε 49 κιλά!). Οι τροχοί ήταν 10 ιντσών, οι ζάντες ελαφρού αλουμινένιου κράματος και τα φρένα ήταν μπροστά και πίσω ταμπούρα.
Όπως και το Yamaha Passol το οποίο αντέγραψε, το Benelli S125 ήταν μπροστά από την εποχή του, προλειαίνοντας το δρόμο για τα μελλοντικά “πλαστικά” σκούτερ τα οποία απολαμβάνουμε σήμερα.