1950-1960: Οι Άγγλοι που δεν μπόρεσαν να φτιάξουν σκούτερ…
Με την δύση της βρετανικής αυτοκρατορίας μοτοσυκλέτας να πλησιάζει ολοταχώς, οι οικονομικά φθίνουσες εταιρίες της Γηραιάς Αλβιώνας έψαχναν σωσίβιο σωτηρίας κάνοντας προσπάθειες στον τομέα των σκούτερ. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος
Το πιο γνωστό βρετανικό σκούτερ της ιστορίας ήταν η Douglas Vespa, που όπως αποκαλύπτει το όνομά της ήταν Vespa και κατασκευαζόταν με άδεια της Piaggio στην Μ. Βρετανία. Η εμπλοκή των Άγγλων στη σκηνή των σκούτερ – η οποία στην Ευρώπη ανθούσε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, λίγα χρόνια μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο της υφηλίου – ήρθε μετά από το ενδιαφέρον που έδειξε ο Claude McCormack, πρόεδρος της παλιάς εταιρίας μοτοσυκλετών Douglas.
O Μακόρμακ έκανε διακοπές στην Ιταλία το 1948 και όπως είπε ο ίδιος «θα ήταν τυφλός κάποιος αν δεν έβλεπε παντού γύρω του να κυκλοφορούν σκούτερ, κυρίως Βέσπες και Λαμπρέτες», αλλά και κατασκευές άλλων ιταλικών εταιριών. Ο Μακόρμακ αντελήφθη αμέσως το πόσο προσοδοφόρα θα μπορούσε να γίνει για την εταιρία του η εισαγωγή στη Γηραιά Αλβιόνα αυτών των «περίεργων» – για τα στάνταρ της κραταιάς βρετανικής αυτοκρατορίας εργοστασίων κατασκευής μοτοσυκλετών – δίκυκλων οχημάτων.
Πραγματικά, πολύ γρήγορα εξέφρασε το ενδιαφέρον του προς την Piaggio και ένα χρόνο αργότερα, το 1949, η πρώτη “Douglas” Vespa παρουσιάστηκε στο βρετανικό κοινό, στο μεγαλύτερο σαλόνι δίτροχων του κόσμου, το φημισμένο Earls Court Show, στο Λονδίνο. Εννοείται πως η Vespa αυτή δεν ήταν φτιαγμένη από την Douglas αλλά από την Piaggio, απλά τα σήματά είχαν αντικατασταθεί από αυτά της βρετανικής εταιρίας, ούτως ώστε να διερευνηθεί το ενδιαφέρον του κοινού.
Κόπι-πέιστ, βρετανικά
Τα αρχικά σχέδια ανέφεραν τις προθέσεις της Douglas να κατασκευάζει 10.000 τεμάχια το χρόνο. Έτσι ξεκίνησε μια επιχειρηματική περιπέτεια με άφθονα έσοδα που διήρκεσε 12 χρόνια, με πάνω από 126.000 βρετανικής κατασκευής Vespa να βγαίνουν από το εργοστάσιο της εταιρίας.
Τον Μάρτιο του 1951, η Douglas παρουσίασε την Vespa της, η οποία, όπως ήταν λογικό, ήταν ακριβές αντίγραφο της αντίστοιχης ιταλικής. Ακριβές; Όχι απόλυτα, αφού για να πληροί τον βρετανικό κώδικα οδικής κυκλοφορίας ο προβολέας έπρεπε να τοποθετηθεί στην ποδιά κάτω από το τιμόνι και όχι στο μπροστινό φτερό, όπως στην ιταλική.
Τα σκούτερ, που κατασκευάζονταν στο Μπρίστολ, λόγω της δυναμικής ντόπιας βιομηχανίας εξαρτημάτων, δεν χρησιμοποιούσαν τους ίδιους προμηθευτές όπως οι ιταλικές Vespa. Οι Douglas φορούσαν ηλεκτρικά της διάσημης Lucas, καρμπιρατέρ της Amal, κ.λπ. σε μια προσπάθεια να μειωθεί το κόστος, αλλά και να πεισθεί ο κόσμος για την «αγγλικότητα» του σκούτερ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Douglas λανσάρισε στην αγορά το πολύ πετυχημένο μοντέλο της Piaggio, την Vespa GS 150, ή οποία όμως δεν κατασκευαζόταν στην Αγγλία – όπως πολλοί πίστευαν – επειδή το κόστος της νέας επένδυσης ήταν δυσβάσταχτο για την εταιρία.
Παρ’ όλα αυτά, σε μια απόπειρα διαφοροποίησης (και μικρο-εξαπάτησης ίσως;) το μοντέλο χρησιμοποιούσε το όνομα Vespa Sports 1 ή εν συντομία VS1 και όχι τον κωδικό GS 150, και φυσικά το λογότυπο της Douglas στην ποδιά. Η παραγωγή των βρετανικών σκούτερ σταμάτησε το 1964, με την Douglas να συνεχίζει να αντιπροσωπεύει τα ιταλικά σκούτερ στην Μ. Βρετανία για πολλά χρόνια ακόμη.
Τίγρεις και γατάκια
To 1959, το πιο δημοφιλές μοντέλο της Triumph και ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της μοτοσυκλέτας, ήταν το Speed Twin με τον κινητήρα των 490 κ. εκ.Πέρα από τις μοτοσυκλέτες, οι Αμερικάνοι – που ήταν και το κύριο αγοραστικό κοινό των βρετανικών μοτοσυκλετών – βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν το εργοστάσιο του Μέριντεν αφαίρεσε από τη γκάμα ένα άλλο «ιστορικό μοντέλο», το Trophy Twin, για να προσθέσει ένα σκούτερ!
Η “Τιγρέσα” από τη Μεγάλη Βρετανία, δηλαδή η Triumph Tigress 250, ήταν ένα σκούτερ που φορούσε το σήμα της θρυλικής εταιρίας, παρά τις αντιρρήσεις ανθρώπων του εργοστασίου, συνεργατών και ντήλερ για το γεγονός πως ένα σκούτερ θα “χαλούσε” την εικόνα μιας εταιρίας που έφτιαχνε μοτοσυκλέτες “για άντρες”.
Το Tigress διέθετε δικύλινδρο τετράχρονο κινητήρα, μια διάταξη εξαιρετικά σπάνια για σκούτερ παραγωγής, τη στιγμή που λόγω του ότι η Triumph είχε αγοραστεί από το BSA Group. Το σκούτερ ήταν πανομοιότυπο με το BSA Sumbeam το οποίο εισαγόταν και αυτό στις ΗΠΑ. Γιατί όμως μιλάμε διαρκώς για τις ΗΠΑ; Γιατί το 60 σχεδόν τοις εκατό της παραγωγής της Triumph εξαγόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου η εταιρία – εκείνη την εποχή – είχε τεράστια φήμη και απήχηση.
Μετά τις Harley Davidson, σχεδόν εξίσου δημοφιλείς ήταν και οι Triumph. To αστείο είναι πως το ίδιο σκούτερ, πωλείτο εκείνη την εποχή με δύο διαφορετικά ονόματα (σαν BSA Sumbeam και σαν Triumph Tigress), μπερδεύοντας τους καταναλωτές, και σίγουρα μη αποτελώντας μια πετυχημένη εμπορική τακτική. Παράλληλα, το αστείο ήταν ότι η αγορά σκούτερ άνθιζε στην Ευρώπη και όχι στην Αμερική.
Οι Αμερικάνοι ήταν παντελώς αδιάφοροι για τα σκούτερ με δεδομένες τις ανάγκες τους. Σκεφτείτε τις ατέλειωτες ευθείες ασφάλτου σε ερημιές, τα σπίτια με άφθονο χώρο για πάρκινγκ, αλλά και τα τεράστια γκαράζ, τα εμπορικά κέντρα με εκτάσεις για στάθμευση, τους μεγάλους αστικούς δρόμους, κ.λπ. Τα Tigress στην Αμερική έκαναν το αντίθετο ακριβώς απ’ ό,τι φιλοδοξούσε η εταιρία. Όχι μόνο δεν κατάφεραν να προσελκύσουν αγοραστές, αλλά αντίθετα εκνεύρισαν ιδιαίτερα τους φανατικούς της αποκλειστικά μοτοσυκλετιστικής φίρμας.
Ποιος ήταν όμως ο λόγος που μια εταιρία σαν την Τriumph των σκληροπυρηνικών bikers είχε περάσει “στην άλλη όχθη”, παρουσιάζοντας χρηστικά, φιλικά δίτροχα για καθημερινή χρήση, αλλά και για κοπέλες,; Ποιος ο λόγος να διευρύνει το πελατολόγιό της, πέρα από τους άπλυτους, αξύριστους, μαυρο-δερματο-ντυμένους ρέμπελους, που αλήτευαν στους δρόμους των μητροπόλεων; Γιατί, μη νομίζετε πως η μοτοσυκλέτα είχε διαφορετική εικόνα εκείνη την εποχή, ειδικά στην Αμερική, αλλά και στην κεντρική Ευρώπη.
Ο λόγος ήταν πως οι άνθρωποι της Triumph – και ο μεγάλος σχεδιαστής/μηχανολογος Edward Turner αυτοπροσώπως – είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν, με τη βοήθεια των συνεργατών τους στις ΗΠΑ, τη δυναμική της “μισητής” λόγω Β’ Παγκοσμίου, μικρής ασιατικής νήσου, που άκουγε στο όνομα… Ιαπωνία.
Δεν ήταν τα φθηνά εργατικά χέρια αυτά που έκαναν τη διαφορά στα Ιαπωνικά προϊόντα, αλλά η γνώση, και η εσωτερική ανάγκη των Ιαπώνων για επικράτηση στο κομμάτι της τεχνολογίας, άρα και της μοτοσυκλέτας. Ταυτόχρονα, στην Ευρώπη τα σκούτερ “έλυναν και έδεναν”, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, – όποιος δεν ήθελε να χάσει το τρένο των πωλήσεων και της αγοράς, έπρεπε να έχει και ένα τουλάχιστον σκούτερ στη γκάμα του.
Πρωτότυπα μόνο για “μόστρα”
Η “Τιγρέσσα” δεν ήταν το πρώτο σκούτερ που είχε παρουσιαστεί με το λογότυπο της Triumph στην ποδιά του. Στο σαλόνι μοτοσυκλέτας του Λονδίνου, το 1955 (Cycle and Motorcycle Show, Earls Court London) το κοινό βρίσκεται μπροστά σε μία έκπληξη ή μάλλον μπροστά σε δύο εκπλήξεις. Η Birmingham Small Arms ή πιο γνωστή ως BSA, παρουσιάζει τα δύο μικρά βρετανικά γαλαζοαίματα σκούτερ: το Dandy και το Βeeza.
Το δεύτερο σκούτερ, το BSA Beeza, ήταν και το πιο φιλόδοξο: φορούσε τετράχρονο πλαγιοβάλβιδο κινητήρα 198 κυβικών με τεσσάρι σαζμάν (με λεβιέ στο πόδι) και ηλεκτρική μίζα στην εκκίνηση, με το βάρος του να φτάνει μόλις τα 123 κιλά. Η εμφάνισή του δεν ήταν άσχημη, άσχημες όμως ήταν οι σχέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας που διαφωνούσαν διαρκώς για όλα και έτσι το Beeza δεν βγήκε ποτέ στην παραγωγή. Αντίθετα, κυκλοφόρησε το σαφώς πιο άσχημο Dandy, το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ένα μοτοποδήλατο με ποδιά, που έμοιαζε με σκούτερ.
Τρία χρόνια μετά το Beeza, κάνει την εμφάνισή του το BSA Sunbeam, αλλά και το ολόιδιο Triumph Tigress (αφού οι εταιρίες λειτουργούσαν κάτω από την ίδια διοίκηση). Η παραγωγή αρχίζει το 1959, όμως, την έλλειψη εργατικού δυναμικού συνοδεύουν και προβλήματα στις παραδόσεις προς την αγορά. Οι γραμμές των σκούτερ είναι κλασικές, η κατασκευή προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής και οι κυβισμοί τους δύο διαφορετικοί: 175 cc με έναν κύλινδρο και δίχρονο κινητήρα και 250 cc με δύο κυλίνδρους σε σειρά και τετράχρονο κινητήρα.
Oι ιπποδυνάμεις έφταναν τους 7,5 και 10 ίππους, ενώ το ’59 παρουσιάστηκε το “κλειστό” μοντέλο των 5,0 ίππων ειδικά για την Αμερική. Και οι δύο κινητήρες ψύχονταν με φτερωτή και ο δίχρονος κινητήρας ήταν εξέλιξη του αντίστοιχου του BSA Bantam, ενώ ο πολύ ενδιαφέρων τεχνολογικά δικύλινδρος τετράχρονος, είχε σχεδιαστεί από λευκό χαρτί. Αμφότεροι μετέφεραν τη δύναμη στον πίσω τροχό με αλυσίδα σε μπάνιο λαδιού.
Η άδοξη πορεία
Δεν ήταν οι μέτριες πωλήσεις και η υποδοχή του κοινού απέναντι στα BSA-Triumph που σταμάτησαν την παραγωγή των σκούτερ. Ήταν ένας συνδυασμός ιταλικής κυριαρχίας στην κατηγορία, αλλά και μια γενικότερη πτώση των πωλήσεων των σκούτερ στη δεκαετία του ’60 που οδήγησε την εταιρία να σταματήσει την παραγωγή των Sunbeam – Tigress το 1965.
Κυρίως όμως, παρότι τα 250άρια πετύχαιναν καλές επιδόσεις και είχαν καλό κράτημα έστω και με 10άρηδες τροχούς, η κακή ποιότητα κατασκευής έφερνε πολλές ζημιές, πολλά συνεργεία και πολλές ακινητοποιήσεις. Το τετράχρονο 250 σταμάτησε να παράγεται το 1964 και το δίχρονο 175 διέκοψε την παραγωγή του το 1965.
Εκτός από το Tigress, η Triumph πρότεινε αργότερα και το μικρό σε διαστάσεις σκούτερ, Tina, με κινητήρα 100cc και συμπαθητικό σχήμα.
Όμως, οι βρετανικές εταιρίες είχαν συνδεθεί περισσότερο με τα μονοκύλινδρα και δικύλινδρα δρόμου και σε αυτά επέστρεψαν με συνοπτικές διαδικασίες, μετά τις περιπέτειες με τα σκούτερ, που απλά βοήθησαν με τον τρόπο τους την πτώση της πάλαι ποτέ πανίσχυρης βρετανικής αυτοκρατορίας-βιομηχανίας δικύκλων.
Λοιπές προσπάθειες, έλαβον…
Φημισμένες εταιρίες κατασκευής μοτοσυκλετών προσπάθησαν να πάρουν μέρος από την πίτα της αγοράς των σκούτερ. Πέρα από τις Triumph και BSA, η Velocette και η Excelsior, επιχείρησαν κι άλλοι (βλ. Dayton) να πουλήσουν σκούτερ, προσπαθώντας να αγγίξουν το «ιταλικό θαύμα».
Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ανεκδιήγητα, σχεδόν επικίνδυνα, εξωφρενικά δημιουργήματα του Lawrence Bond με δύο και τρεις τροχούς που άφησαν ιστορία για τα θύματα (ιδιοκτήτες και διερχόμενους πεζούς) στο πέρασμά τους….
Εxcelsior Welbike
Η Εxcelsior, ήταν μια ιστορική εταιρία μοτοσυκλετών, αφού υπήρξε μια από τις πρώτες στον κόσμο, κατασκευάζοντας την πρώτη της μοτοσυκλέτα, το 1896.
Η έδρα της ήταν στο Κόβεντρι και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατασκεύαζε το αναδιπλούμενο Welbike, το ελαφρύ «σκούτερ» που χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι αλεξιπτωτιστές για μικρο-μετακινήσεις μετά την ρίψη τους στο πεδίο μάχης.
Με κινητήρα τον δίχρονο, οριζόντιο Villiers των 98cc που είχε σφηνωθεί ανάμεσα σε ένα μινιμαλιστικό πλαίσιο στο κέντρο του , έπιανε τα 50 χ.α.ω με πολύ ζόρι.
Τα Welbike χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετές επιχειρήσεις των Βρετανών στον πόλεμο, σε Ευρώπη και Αφρική, αφού είχαν κατασκευαστεί 4.000 κομμάτια. Το Welbike ήταν ένα από τα πρώτα βρετανικά σκούτερ που κατασκευάστηκαν και κάποια στιγμή στο μέλλον θα ασχοληθούμε σε αποκλειστικό άρθρο μαζί του, επειδή εμφανίζει κάποιο σχεδιαστικό ενδιαφέρον.
Από πλευράς αξιοπιστίας όμως… οδηγήθηκε τελικά κι αυτό σε εξαφάνιση, όπως εξάλλου τα περισσότερα βρετανικά δίτροχα της εποχής, που έπασχαν έντονα στον τομέα αυτόν.
Piatti 125
Το Piatti είχε σχεδιαστεί από έναν Ιταλό μηχανικό, τον Vincent Piatti, που άρχισε να παράγει το δημιούργημά του το 1956 , για την εταιρία Cyclemaster στο Byfleet του Surrey. Αν και δεν κατόρθωσε να γοητεύσει το κοινό των σκούτερ, το Piatti διέθετε πολλά καλά στοιχεία, όπως τον κινητήρα που ήταν παράλληλα και ψαλίδι, τo μονοκό πρεσαριστό μεταλλικό του πλαίσιο, τις μειωμένες διαστάσεις του.
Ήταν μόλις 1.40 μ. μακρύ, ήταν χαμηλό και είχε τροχούς 7 ιντσών, ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα σταθερό στο δρόμο. Ο κινητήρας ήταν δίχρονος 125 κυβικών, τοποθετημένος οριζόντια, με τρεις ταχύτητες στο χέρι. Αυτό το σασμάν ταχυτήτων του συμπαθητικού Piatti δεν ήταν από τα ισχυρά του σημεία, αφού χαλούσε διαρκώς. Το πρεσαριστό σασί του δεν λυνόταν, αλλά ήταν ενιαίο, με αποτέλεσμα κάθε φορά που έπρεπε να γίνει επισκευή να ξαπλώνει το σκούτερ στο πλάι.
Αυτοί και άλλοι πολλοί ήταν οι λόγοι που απέτυχε εμπορικά και σύντομα βρέθηκε εκτός αγοράς, αφού παράλληλα θεωρήθηκε και ένα από τα πιο επικίνδυνα δίτροχα, από πλευράς οδικής συμπεριφοράς. Συμπαθητικό σαν «φάτσα», φονιάς στο δρόμο… Άλλα εγγλέζικα σκούτερ ήταν εκτός από τα Triumph Tigress και Τina, τα Ariel Pixie, τα δύο μοντέλα της Velocette, το Vogue και το Viceroy, τα DKR Defiant, Pegasus.
Bόλτα σε αγγλική γειτονιά ένα απόγευμα με Tigress, που ανεβάζει αργά στροφές και εκπέμπει ενδιαφέροντα μπάσο θόρυβο:
Βόλτα στην Πενσυλβάνια, από συλλέκτη μπάρμπα. Ακούστε πόσοι πολλοί μηχανικοί θόρυβοι ακούγονται και προσέξτε πόσο γρήγορα πηγαίνει