Μπρος τριβή και πίσω… πρόσφυση
Εν αρχή ην… τρία πράγματα: το σκούτερ, εσείς κι ο δρόμος. Είναι τα τρία στοιχεία που χρειάζονται για να υπάρξει οδήγηση. Εξίσου απαραίτητα είναι όλα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία – εμείς, όμως, με το παρακάτω άρθρο, θα εστιάσουμε κυρίως στο τρίτο: στον δρόμο και πιο συγκεκριμένα στην πρόσφυσή του.
Η πρόσφυση ενός δρόμου, μιας ασφάλτου καλύτερα – γιατί από άσφαλτο είναι φτιαγμένοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι δρόμοι στην Ελλάδα – είναι ίσως ο βασικότερος παράγοντας που κάνει μια βόλτα, μια μετακίνηση, δυνατή. Χωρίς πρόσφυση δεν υπάρχει κίνηση πάνω σε δύο τροχούς, αλλά “ακινητοποίηση” του συνόλου σκούτερ-οδηγός. Το τελευταίο λέγεται και “πτώση” και είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν σε έναν δικυκλιστή, ο οποίος, ως γνωστόν, “ισορροπεί πάνω σε δυο τροχούς”.
Ελαφρώς λανθασμένο είναι βέβαια το τελευταίο, αφού ένας δικυκλιστής δεν ισορροπεί πάνω “στους τροχούς του δίτροχου του”, αλλά κυριολεκτικά πάνω σε δυο κομμάτια του ελαστικών του, που πατούν πάνω στην άσφαλτο. Μάλιστα αν δείτε πόσο μικρά είναι τα αποτυπώματα που αφήνουν τα ελαστικά στην επαφή τους με την άσφαλτο, θα τρομάξετε. Το μέγεθός τους, η επιφάνειά τους καλύτερα, είναι όση η παλάμη ενός μικρού παιδιού. Τόσο λίγη επιφάνεια έχει επαφή με το δρόμο, με τον σημαντικότερο παράγοντα να είναι το φορτίο που δέχεται αυτή η επιφάνεια, που ορίζει και τον βαθμό πρόσφυσης του ελαστικού με τον δρόμο.
Κινούμενοι καθημερινά για πολλά χιλιόμετρα πάνω σε δρόμους τους οποίους είτε γνωρίζουμε είτε δεν έχουμε ξαναδεί, οφείλουμε, σαν αναβάτες, να“διαβάζουμε” τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά από το σκούτερ μας… και τον οποίο καλούμαστε άμεσα να διασχίσουμε. Το ανθρώπινο μυαλό έχει πολύ γρήγορες αντιδράσεις, πράγμα που αποτελεί έναν από τους κυριότερους μηχανισμούς επιβίωσής του. Βλέπει, επεξεργάζεται, αντιδρά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αυτό ακριβώς πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε καθώς κινούμαστε πάνω στην ελληνική άσφαλτο. Λέμε “ελληνική”, μιας και αυτή έχει “το κακό συνήθειο” να αλλάζει διαρκώς πρόσωπο, όχι μόνο όσον αφορά στην πρόσφυση, αλλά και την λεία ή όχι επιφάνειά της. Λέμε “ελληνική”, γιατί έχοντας μια σεβαστή εμπειρία σε δρόμους του εξωτερικού, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι “ξένοι” δρόμοι έχουν σαφώς υψηλότερο συντελεστή πρόσφυσης και “κρατούν καλύτερα” σε σύγκριση με την εγχώρια άσφαλτο, ενώ πολύ σπάνια επιφυλάσσουν εκπλήξεις σε αυτούς που τους χρησιμοποιούν.
Πριν από χρόνια τρεις μοτοσυκλέτες που κινούμασταν μαζί, πέσαμε (ευτυχώς χωρίς τραυματισμούς) όλοι μαζί, ο ένας πίσω από τον άλλον, χωρίς να καταλάβουμε το γιατί, σε μια ανοιχτή καμπή του δρόμου, ενώ στην άσφαλτο δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι άλλαζε ο συντελεστής πρόσφυσής της. Τον συντελεστή πρόσφυσης ενός δρόμου μαθαίνουμε να τον “μετράμε” αρχικά με το μάτι! Συνήθως, όταν αλλάζει η πρόσφυση το καταλαβαίνουμε γιατί στο δρόμο υπάρχει μπάλωμα, ραφή ή τμήμα του με διαφορετικό χρώμα ή διαφορετική επιφάνεια, συνήθως κακοτεχνία ή φθορά.
Αυτόν τον διαφορετικό χρωματισμό της ασφάλτου πρέπει να μάθουμε να αναζητούμε μπροστά μας, να παρατηρούμε και να αξιολογούμε διαρκώς καθώς κινούμαστε. Συνήθως, η κατώτερης ποιότητας άσφαλτος έχει ανοιχτότερο χρώμα και είναι ίσως πιο στιλπνή. Η καλή άσφαλτος είναι σε γενικές γραμμές πιο σκουρόχρωμη και δεν γυαλίζει. Το γυάλισμα της ασφάλτου προκαλείται από τη μεγάλη χρήση της, όταν έχουν περάσει από πάνω της πολλές χιλιάδες λάστιχα και μέσω της τριβής του ελαστικού με τα χαλίκια της τα τελευταία έχουν χάσει την τραχύτητά τους, οι κορυφές τους, οι μύτες τους έχουν στρογγυλέψει, άρα “δαγκώνουν” τα ελαστικά μας λιγότερο απ’ ό,τι πριν. Πάει η πρόσφυση…
Δεν είναι όμως μόνο τα πιο ανοιχτόχρωμα κομμάτια της ασφάλτου που πρέπει να προσέχουμε – μερικές φορές είναι και τα σκουρόχρωμα, ειδικά όταν αυτά έχουν δεχθεί την “επίθεση” λιπαντικών, βενζίνης ή πετρελαίων από διαρροές κινητήρων ή ντεπόζιτων. Πολύ μεγάλη εντύπωση μας προξενεί όταν κάθε φορά που βρέχει στην πόλη, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την επιφάνεια της ασφάλτου, βλέπουμε συχνά “ουράνια τόξα” πάνω στη βρεγμένη επιφάνειά της, πράγμα που φανερώνει την ένωση του νερού με τα τρία παραπάνω συστατικά. Και είναι τελικά πολλές οι διαρροές από τα τροχοφόρα της Ελλάδας.
Μέσω της πείρας, αλλά και της “τριβής”, της εξάσκησης σε διαφορετικά τεραίν, σε διαφορετικής πρόσφυσης δρόμους, θα μπορέσει ένας αναβάτης να αντεπεξέρχεται σωστά στις εναλλασσόμενες συνθήκες των δρόμων. Ο αναβάτης πρέπει να κινείται διαρκώς, έχοντας τη γνώση και την κατανόηση των ορίων και της πρόσφυσης των ελαστικών με το δρόμο, όπως επίσης πώς θα αντιδράσουν αυτά σε δύσκολες συνθήκες, αλλά και πώς θα αντιμετωπίσει εκείνος με επιτυχία τις “ατασθαλίες” τους.
Και επειδή πολλές φορές η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία, ο αναβάτης πρέπει να κινείται σύμφωνα με την “προσωπική του ταχύτητα”, όπως αυτός αισθάνεται βολικά σε κάθε δρόμο. Με τη δική του ταχύτητα που θα του επιτρέψει να αντιδράσει πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά. Κάποιος μπορεί να αποφεύγει το γλιστερό κομμάτι της ασφάλτου και την λακκούβα πολύ πιο γρήγορα από τον άλλον, παρότι κινούνται και οι δύο με ίδια ταχύτητα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δίνουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα περιθώρια ασφάλειας στον εαυτό μας.
Επίσης, τελειώνοντας, πρέπει να πούμε ότι όσο λιγότερα γνωρίζουμε για το συγκεκριμένο θέμα, όσο μικρότερες είναι οι ικανότητές μας στο κομμάτι της πρόσφυσης, όσο δεν ξέρουμε να “διαβάζουμε” καλά τους δρόμους, τόσο πιο κατάλληλοι είμαστε για να οδηγούμε σκούτερ με ABS και σύστημα ελέγχου της πρόσφυσης (traction control) του πίσω τροχού. Κι όλα αυτά για την κίνησή μας σε ευθεία. Γιατί για το κομμάτι των στροφών και της πρόσφυσης πάνω σε αυτές, θα μιλήσουμε σε επόμενο μας άρθρο.