Τα έχουν τρακόσια…
Σε σύγκριση με τα 150άρια και 200άρια, που γενικότερα θεωρούνται τα “απόλυτα” εργαλεία πόλης, τα 300άρια είναι ακριβότερα, βαρύτερα και καίνε παραπάνω βενζίνη… Γιατί λοιπόν να διαλέξει κάποιος ένα “300άρι” και γιατί είναι τα σκούτερ που προτιμούν οι Έλληνες; Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος, Φωτογραφίες: Kymco
Α, ναι ξεχάσαμε να πούμε ότι τα 300άρια έχουν αυξημένες ανάγκες σε λάστιχα, τακάκια, πληρώνουν περισσότερα τέλη, έχουν ακριβότερες ασφάλειες… θέλετε κι άλλα, δεν αρκούν αυτά; Πάντα σε σχέση με τους μικρότερους αδελφούς τους.
Αν κοιτάξουμε τις πωλήσεις σκούτερ των τελευταίων ετών στην ελληνική αγορά γίνεται φανερό ότι τα 300άρια έχουν την τιμητική τους. Ήταν στο παρελθόν, είναι και τώρα, η μεγάλη δύναμη της ντόπιας αγοράς, είναι η μέση λύση, είναι τα “μεσαίου” κυβισμού σκούτερ.
Αν ρίξετε μια ματιά στους πίνακες καινούργιων μοντέλων 300cc του Scooternet θα ανακαλύψετε ότι υπάρχουν 40 περίπου διαφορετικά μοντέλα και οι παραλλαγές αυτών – με ABS, χωρίς, με CBS, κ.λπ. Το πιστεύετε; Σαράντα ολόκληρα μοντέλα…
Όπως οι Ιταλοί έχουν τα 150άρια, όπως οι Ισπανοί τα 125άρια, εμείς έχουμε τα 300άρια. Ιδού λοιπόν μερικοί από τους λόγους που τα προτιμούμε.
Κρίση; Ποια κρίση;
Κάποτε, αγαπητοί αναγνώστες, την προηγούμενη δεκαετία το σωτήριο έτος 2007 η ελληνική αγορά πουλούσε πολλά παπιά, λιγότερα σκούτερ και πολλές μοτοσυκλέτες. Το σύνολο των πωλήσεων έφτανε “ίσαμε και τις 100 χιλιάδες” δίτροχα! Το ίδιο έγινε και το 2008, άλλες 100.000 πωλήσεις επιτεύχθηκαν και φυσικά όπως γνωρίζουμε όλοι μετά άρχισε ο κατήφορος.
Ήπιος ήταν ο κατήφορος στην αρχή και αργότερα έγινε πιο απότομος, φτάνοντας στο 2012 που οι συνολικές πωλήσεις των δικύκλων είχαν γίνει 33.000 μονάδες. Παράλληλα όμως το μερίδιο των σκούτερ διαρκώς και δυνάμωνε κι έτσι, αναλύοντας αυτή την 5ετία, είδαμε το μερίδιο του 30% των σκούτερ (2007) να γίνεται 55% το 2012.
Που είχαν πάει όλοι αυτοί οι μοτοσυκλετιστές μέσα σε 5 χρόνια; Μα στα σκούτερ, τα 300άρια, για τον απλό λόγο ότι είχαν γκάζι, είχαν δύναμη ειδικά στις εκκινήσεις των φαναριών που αιφνιδίαζαν ακόμα και τις μεγάλες μοτοσυκλέτες στο απλό άνοιγμα του γκαζιού τους (στο τέρμα…) εκτός των άλλων.
Με ένα γρήγορο, μέσα στη ροή της κίνησης, όμορφο 300άρι ο πρώην μηχανόβιος δεν ντρεπόταν, αντίθετα έδειχνε ότι τα χρόνια τον “νοικοκυρεύτηκαν”, φαινόταν πιο ώριμος, ακόμα και στον στενό του κύκλο.
Ο κύριος “πάω-παντού”
Λόγω των κυβικών, ένα 300άρι μπορεί να κινείται στην πόλη, αλλά να ταξιδεύει με σχετική άνεση. Προσέξτε, μπορεί να μην λάμπει ούτε μέσα στην πόλη (μπροστά σε ένα 150άρι), ούτε στο ταξίδι (μπροστά σε ένα 500-600), αλλά μπορεί να καλύψει και τους δυο τομείς με αξιοπρέπεια.
Οι ταχύτητα κίνησης που πετυχαίνει μέσα στην κίνηση της πόλης δεν έγκειται τόσο στην ευελιξία του, ούτε στο πόσο εύκολο είναι στις δύσκολες μανούβρες, αλλά κυρίως στις ευθείες. Εκεί τα 20+ άλογα που διαχειρίζεται η αυτόματη μετάδοση (αυτής της απίθανης τελικά, εμπνευσμένης φυγοκεντρικής διαρκώς μεταβαλλόμενης μετάδοσης, CVT) γίνονται σφεντόνα μέσα στο μποτιλιάρισμα.
Αντίστοιχα και στο ταξίδι δεν θα εντυπωσιάσει με τις ρεπρίζ του πάνω από 110-120 km/h ειδικά όταν είναι φορτωμένο, αλλά και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να κινηθεί με ικανοποιητικούς ρυθμούς.
Θα σε ντροπιάσω-μη με προκαλέσεις
Το μαρτυρήσαμε παραπάνω το τρίτο πλεονέκτημα των 300αριών… που δεν είναι άλλες από τις εκκινήσεις. Το φανάρι είναι ένας χώρος ιερός, είναι εκεί που μαζεύονται σε ανύποπτο χρόνο αυτοί που οδηγούν δίτροχα. Τυχαία, πολυσυλλεκτικά, με πολλά να τους ενώνουν (αν και δεν το γνωρίζουν, συνοδοιπόροι είναι όλοι στο δρόμο και τη ζωή) και ένα πράγμα να τους χωρίζει: το γκάζι και το ποιος θα φύγει πρώτος στο πράσινο.
Καθώς κάθονται όλοι ήσυχοι, υπομονετικά στο κόκκινο φανάρι και τα δευτερόλεπτα κυλούν, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει και τα πνεύματα αγριεύουν. Μικροί και μεγάλοι – σε κυβισμό και όγκο – ξαφνικά, με την απλή αλλαγή του χρώματος στο φανάρι μεταμορφώνονται σε λάτρεις του ντράγκστερ, του αθλήματος των γρήγορων εκκινήσεων. Και ποιος τις κερδίζει τις περισσότερες φορές; Να το πάρει το ποτάμι; Τα 300άρια και δεν υπάρχει καλύτερη διαφήμιση, από τύπο που πηγαίνει αργότερα στην παρέα του και παραδέχεται “ρε σεις με πέρασε στα φανάρια ένα 300άρι σήμερα, άστα!” κι αυτός καβαλάει 750 supersport…
Ο παράγων σύντροφος
Τα 300άρια εκτός από γκάζι, έχουν και κατάλληλο όγκο και κορμοστασιά για να αποκτήσουν “εκτόπισμα” και να επιβληθούν στο χώρο. Γίνονται έτσι πιο σεβαστά στο μάτι του παρατηρητή σε σχέση με τα ισχνότερα και πιο λεπτεπίλεπτα μικρότερου κυβισμού σκούτερ.
Παράλληλα – λόγω του ότι αυξάνεται κι η τιμή αγοράς τους – η ποιότητα κατασκευής είναι υψηλότερη σε όλους τους τομείς, ενώ στην πλειοψηφία τους έχουν και προσεγμένη εμφάνιση. Είναι λοιπόν όμορφα, αρεστά, αποδεκτά. Κυρίως όμως έχουν και προσεγμένες σέλες για τον συνεπιβάτη, ο οποίος συνεπιβάτης ή μάλλον συνεπιβάτιδα… πάνω σε ένα 300άρι αισθάνεται περίφημα. Και φιλοξενείται περίφημα και ωραία ταξιδεύει και το μοτεράκι κάτω από τα πόδια της δεν αγκομαχάει να ανέβει την ανηφόρα.
Κι αν χρειαστεί να κατέβει από το σκούτερ, μπορεί να αποθηκεύει το κράνος της κάτω από τη σέλα και δεν το κουβαλάει… (κουβαλάμε εμείς το δικό μας για λόγους ευγένειας).
Πόση αξία έχει, ότι με ένα 300άρι, εξαφανίζεται ο παράγων γκρίνια; Ανεκτίμητη…