Πόσο συμπαθητική είναι η φιλοτιμία;
Πόσες συγκινήσεις μπορεί να προσφέρει σε έναν δικυκλιστή/σκουτερίστα/μοτοσυκλετιστή ένα σκούτερ 125 κυβικών; Πόσες πιθανότητες έχει να τον κερδίσει με κάποιο από τα χαρακτηριστικά του; Λίγες ή εκτός αν μιλάμε για αγωνιστική κατασκευή που προορίζεται για κάποιο ενιαίο πρωτάθλημα (του εξωτερικού…). Μέχρι εκείνη την ημέρα το Symphony 125 θα σε κερδίσει με την τιμιότητά του, αφού “προσπαθεί φιλότιμα” σε όλους τους τομείς. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
Το SYM Symphony SR 125 είναι ένα σκούτερ που υποχρεωτικά ζει στη σκιά του μεγάλου του αδελφού. Ο μεγάλος αδελφός ονομάζεται και αυτός Symphony – είναι πανομοιότυπο, αλλά με μεγαλύτερο κυβισμό, στα 150 cc και κυρίως είναι εδώ και μερικούς μήνες το πιο καλοπουλημένο σκούτερ στην Ελλάδα.
Η τιμή του 125 σε σχέση με αυτή του 150 έχει μικρή διαφορά, άρα ο ανταγωνισμός – ειδικά για μια τόσο χαμηλή τιμή – είναι εσωτερικός.
Έτσι το 125, με 20 τοις εκατό λιγότερο κυβισμό δεν θα μπορούσε παρά να μειονεκτεί. Όμως στην πράξη τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως ορίζει το 20 %, γιατί η ιπποδύναμη της “μικρής Συμφωνίας” σε σχέση με τη “μεγαλύτερη Συμφωνία” είναι μόλις 0.4 του ίππου.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι οι διαφορές είναι μικρές και αν υπάρχει ένα σημείο που γίνεται αντιληπτό είναι στην εκκίνηση (ελάχιστα μεγαλύτερη ροπή έχει το 150άρι, αλλά διαφορετική “κοντή” μετάδοση) και λίγο στην καλύτερη κατανάλωση του 150, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις όμως.
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: Τετράχρονος, με έναν εκκεντροφόρο και 2 βαλβίδες, χωρίς ψυγείο για ψύξη, δηλαδή αερόψυκτος, έτσι όπως αρμόζει σε έναν απλό, φθηνό, οικονομικό στην κατασκευή κινητήρα για καθημερινή χρήση. Η εκκίνηση γίνεται εύκολα με μίζα και δύσκολα με μανιβέλα, η οποία όμως υπάρχει σε περίπτωση ανάγκης. Οι μηχανικοί θόρυβοι είναι σχετικά περιορισμένοι, ο τελικός ήχος μοιάζει διαβολεμένα με παπιού (ιδιαίτερα στο ρελαντί) και η τροφοδοσία γίνεται με ένα ταπεινό, πλην προσιτό και εύκολα επισκευάσιμο καρμπυρατέρ.
ΣΧΕΔΙΑΣΗ: Παραδοσιακό σχήμα: επίπεδο δάπεδο, μεγάλοι τροχοί και προβολέας στο ρύγχος. “Λεπτεπίλεπτη και αιχμηρή με μονό προβολέα ρύγχους, που θυμίζει έντομο” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εμφάνιση του. Πρόκειται για μια εμφάνιση που δεν ενθουσιάζει, αλλά ούτε απογοητεύει κανέναν. Είναι αποδεκτή, χωρίς να δημιουργεί εχθρούς. Το Symphony είναι κάπως ογκώδες στο μπροστινό τμήμα του, για να καταλήξει λεπτότερο προς την ουρά του. Τα αυτοκολλητάκια καλύπτουν έξυπνα κάποια σημεία του κουστουμιού του, οι κόκκινες δαγκάνες και τα ελατήρια των αμορτισέρ, οι κόκκινες πινελιές πάνω στα δισκόφρενα (τύπου μαργαρίτα παρακαλώ) δίνουν έναν αέρα σπορ στο σύνολό τους. Η ποιότητα κατασκευής του είναι καλή, καθώς και η εφαρμογή των πλαστικών. Τo Symphony 125 (όπως και το 150) κατασκευάζονται στην Κίνα, για λογαριασμό της ταϊβανέζικης SYM, από το εργοστάσιο Χiamen Xiashing.
ΜΕΓΕΘΟΣ-BΑΡΟΣ: Περιορισμένων διαστάσεων, με μικρό πλάτος και λογικό βάρος. Απευθύνεται σε πλήθος σωματότυπων αναβατών.
ΤΡΟΧΟΙ-ΕΛΑΣΤΙΚΑ: Οι τροχοί είναι 16 ιντσών μπροστά και πίσω, κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό λόγω της σταθερότητας που προσφέρουν. Οι ζάντες διαθέτουν 5 διπλά μπράτσα, είναι βαμμένες μαύρες και σχηματίζουν γωνία, αμέσως μετά το δέσιμό τους στο κέντρο του τροχού. Τα ελαστικά είναι κινέζικης κατασκευής, μάρκας CST, και πολύ καλής απόδοσης σε διαστάσεις 110 μπροστά και 120 πίσω.
ΠΡΙΝ ΤΗ ΒΟΛΤΑ
ΘΕΣΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ: Το σώμα τοποθετείται πάνω στη σέλα και το τιμόνι με φυσικές, άνετες γωνίες. Ο αναβάτης κάθεται ψηλά πάνω στη σέλα του σκούτερ, με τον κορμό όρθιο και τα χέρια να κατεβαίνουν χαμηλότερα, για να καταλήξουν στο τιμόνι που βρίσκεται κοντά του. Το δάπεδο είναι κάπως ψηλό, τοποθετώντας τα γόνατα επίσης ελαφρώς ψηλότερα. Μόνο σε αναβάτες άνω του 1.80 θα βρουν τα γόνατα του την κίνηση του τιμονιού, καθώς κινείται στο όριο του δεξιά-αριστερά. Το δάπεδο είναι αρκετά πλατύ και το μήκος του ικανό να χωρέσει τα κάτω άκρα του αναβάτη χωρίς μεγάλες ανέσεις, αλλά και χωρίς πρόβλημα. Το ύψος του δαπέδου από τα πεζοδρόμια είναι αρκετό έτσι ώστε να μην “βρίσκει” όταν σκαρφαλώνει πάνω τους.
ΤΙΜΟΝΙ: Το τιμόνι είναι χαμηλά τοποθετημένο, και διαθέτει μικρή, διακοσμητική μαύρη ζελατίνα, που όμως δεν περιορίζει καθόλου το οπτικό πεδίο του αναβάτη, στοιχείο πολύ χρήσιμο κατά την οδήγηση μέσα στην πόλη. Το πλάτος του τιμονιού είναι μικρό, θέλει λίγη προσοχή κατά τη διήθηση γιατί βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τους καθρέφτες των αυτοκινήτων. Τα γκριπ είναι μοντέρνου σχήματος και καλής ποιότητας. Η ακτίνα στροφής με το τιμόνι τελείως στριμμένο δεξιά ή αριστερά είναι μικρή, όπως συμβαίνει συνήθως σε σκούτερ με 16άρηδες τροχούς.
ΣΕΛΑ: Αρκετά πλατιά για τον αναβάτη, μέσου μεγέθους, με επίσης μέσο ύψος από το έδαφος. Διαθέτει λίγο αφρώδες, αρκετά μαλακό υλικό και τελικά κρίνεται βολική για τη χρήση που απευθύνεται το σκούτερ. Η σέλα διαθέτει εξωτερικές κόκκινες ραφές που ταιριάζουν και με το υπόλοιπο σπορ ύφος του σκούτερ και ευτυχώς ξεκλειδώνει από τον κεντρικό διακόπτη με ένα απλό γύρισμα του κλειδιού, λύση που σου λύνει τα χέρια, αφού δεν χρειάζεται να βγάλεις το κλειδί και να ψάξεις να βρεις δεύτερη κλειδαριά που να την ξεκλειδώνει.
ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ: Ικανοποιητικό κομμάτι σέλας αναλογεί και στον συνεπιβάτη που έχει εύκολο ανέβασμα στη σέλα και πατάει τα πόδια του πάνω σε αναδιπλούμενα αλουμινένια μαρσπιέ. Για τη στήριξή του υπάρχουν χειρολαβές.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΔΙΑΣ/ΖΕΛΑΤΙΝΑΣ: Ελάχιστη είναι η προστασία από αέρα και βροχή, για το πάνω μέρος του κορμού, ενώ πίσω από την στενή, μυτερή ποδιά δημιουργούνται στροβιλισμοί αέρα, που φτάνουν στα γόνατα και τις γάμπες του αναβάτη.
ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ: Καλή δουλειά έχει γίνει και σε αυτόν τον τομέα. Υπάρχει χώρος για ένα μικρού μεγέθους φουλφέις κράνος κάτω από τη σέλα, αλλά και ένα αρκετά βαθύ ντουλαπάκι στην ποδιά. Το δάπεδο στο κέντρο του είναι αρκετά μεγάλο για μικρο-μεταφορές και κάτω από το τιμόνι υπάρχει και σταθερός γάντζος, κάπως ψηλά τοποθετημένος όμως.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΗΣ: Η μίζα πρέπει να γυρίσει κάνα δυο δευτερόλεπτα για να βάλει μπροστά το μοτεράκι του SΥΜ, όταν είναι κρύος ο κινητήρας, ενώ όταν αυτός είναι ζεστός δεν προλαβαίνεις να πατήσεις το κουμπί της μίζας και ο κινητήρας παίρνει μπροστά με μια αμεσότητα που σπάνια συναντιέται. Η τροφοδοσία παρ’ όλο που γίνεται με την “ετεροχρονισμένη” λύση του καρμπυρατέρ δεν είναι προβληματική, το αντίθετο μάλιστα, αφού μετά από λίγο νομίζεις ότι χρησιμοποιείται ψεκασμός πάνω στο 125. Χωρίς δισταγμούς, χωρίς σκασίματα, χωρίς κενά στην απόδοσή του μέχρι τελικής… ταχύτητας.
Στο άνοιγμα του γκαζιού ο κινητήρας μοιάζει να προσπαθεί περισσότερο, ανεβάζοντας πολλές στροφές για να επιταχύνει το σύνολο, κι αυτό γιατί η μετάδοση είναι επιλεγμένη να “κάνει σύμπλεξη” ψηλά, δηλαδή πάνω από τα 25 χ.α.ω. Και όμως αυτό δεν φαίνεται έντονα στην πράξη – δηλαδή το σκούτερ δεν “σέρνεται” για να πιάσει την περιοχή απ’ όπου αρχίζει να δυναμώνει η επιτάχυνσή του – γιατί ο κινητήρας είναι ισχυρός και ροπάτος. Μια ευχάριστη έκπληξη, γιατί δεν είναι λίγα τα 125άρια που κινούνται υποτονικά στο άνοιγμα του γκαζιού. Η προοδευτική απόδοση και η καλή επιτάχυνση διατηρείται διαρκώς , με το Symphony να συνεχίζει να δείχνει ζωντάνια ακόμα και όταν η βελόνα του κοντέρ δείχνει 100. Λίγο παραπάνω, στα 115-118 χιλιόμετρα την ώρα προσδιορίζεται η τελική του, μια καθόλου ευκαταφρόνητη επίδοση.
Κραδασμοί υπάρχουν μόνο σε κάποια περιοχή στροφών (κοντά στα 30-40 χ.α.ω) που είναι λίγοι, “περαστικοί” και γίνονται ελαφρώς αντιληπτοί στην περιοχή του δαπέδου. Στο κλείσιμο του γκαζιού δεν υπάρχουν σκασίματα, όπως είπαμε και παραπάνω, ενώ αν ανοίξετε ξανά το γκάζι το 125αράκι αντιδρά και πάλι με όρεξη. Σε ταχύτητες μποτιλιαρίσματος, λίγη εξάσκηση θέλει το περιορισμένο κόψιμο του τιμονιού, έτσι ώστε να είναι πιο ακριβείς οι κινήσεις.
Όχι μόνο μέσα στα μποτιλιαρίσματα όμως, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες δοκιμασίες που υποβάλαμε το Symphony (αργές, γρήγορες και πολύ γρήγορες στροφές) αυτό επέδειξε μια συγκροτημένη οδική συμπεριφορά με καλό ζύγισμα και κατανομή βάρους, μια συνολική εικόνα που του απονέμει θετικό χαρακτηρισμό. Σταθερό και εύκολο στις στροφές, με καλή είσοδο και αρκετή ακρίβεια στην αλλαγή πορείας. δίνει στον αναβάτη το ζητούμενο: μια αίσθηση ασφάλειας. Οι αναρτήσεις είναι πολύ καλές, αφού είναι μαλακές και άνετες στο πέρασμα των τυπικών ανωμαλιών της πόλης, ειδικά για τον αναβάτη, ενώ ο συνεπιβάτης είναι αυτός που θα ενοχληθεί περισσότερο.
Στο SR συναντάμε κι ένα πολύ καλό, ισχυρό και προοδευτικής απόδοσης ζευγάρι φρένων (τύπου μαργαρίτα με το πίσω φρένο να φοράει μεταλλικό σωληνάκι), που συνεργάζεται με ένα επίσης πολύ καλό ζευγάρι ελαστικών, που όλα μαζί προσφέρουν πολύ καλές αποστάσεις ακινητοποίησης. Θετικούς πόντους λοιπόν και εδώ και τελικά τι μένει; Μένει ο αναβάτης που κάνει μια παύση στην άκρη του δρόμου και κάνει τον απολογισμό του που τελικά οδηγεί σε ένα χαμόγελο αποδοχής για το σύνολο του σκούτερ…
ΕΚΤΟΣ ΠΟΛΗΣ: Με τον προορισμό να είναι ξεκαθαρισμένος από την αρχή (πόλη και μόνο πόλη) η “ταξιδιωτική” χρήση μπορεί να περιοριστεί σε κοντινές διαδρομές.
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ: Μια χαρά ανταποκρίνεται σε αυτό τον τομέα το SYM Symphony SR 125, αφού διαθέτει ένα ζωντανό και δυνατό μοτεράκι. Το ότι συνδυάζεται με μια “μακριά” αυτόματη, φυγοκεντρική μετάδοση, αυτό σημαίνει ότι το γκάζι πρέπει να ανοίγει νωρίτερα και για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα για να υπάρχει καλή επιτάχυνση. Αυτό όμως δεν δείχνει να επηρεάζει την κατανάλωση, αφού σε γρήγορη οδήγηση το 125 έκαψε 3,8 λίτρα, με μέση κατανάλωση τα 3,4 λίτρα, επίδοση που θεωρείται καλή. Η πραγματική τελική είναι στα 108 χ.α.ω και η μέση αυτονομία του 5,5 λίτρων ρεζερβουάρ του φτάνει για 160 χιλιόμετρα περίπου. Η διαφορά των επιδόσεων του 125 σε σχέση με το 150 είναι ότι στο δεύτερο οι εκκινήσεις γίνονται πιο γρήγορα και η τελική του είναι χαμηλότερη.
ΤΕΛΙΚΑ…
Οι μικρές, βολικές συνολικές διαστάσεις που συνδυάζονται με ένα εύκολο επίπεδο δάπεδο και μεγάλους δεκαεξάρηδες τροχούς, καλές αναρτήσεις και φρένα, μαζί με έναν καλό κινητήρα φτιάχνουν ένα πολύ συμπαθητικό σύνολο. Το Symphony 125 προορίζεται για κίνηση μέσα στην πόλη και αποτελεί ένα αξιόλογο σκούτερ με μια καλή τιμή αγοράς, που έχει όλα τα φόντα για να καταταχθεί ψηλά στις πωλήσεις σκούτερ στην Ελλάδα. Βασικό του πρόβλημα, όπως είπαμε και στον πρόλογο, θα αντιμετωπίσει περισσότερο από τον μεγάλο του αδελφό, παρά από τον ανταγωνισμό.
ΟΡΓΑΝΑ: Όμορφης σχεδίασης, με αναλογικό κοντέρ και οθόνη με ψηφιακές ενδείξεις. Υπάρχει αρκετή ενημέρωση σε καίριους τομείς, από τη δεύτερη, αλλά και ωραίος φωτισμός το βράδυ. Στις ελλείψεις σημειώνουμε το λαμπάκι ρεζέρβας.
ΦΩΤΑ: Αρκετά καλά, με λίγες σκοτεινές κηλίδες
ΚΟΡΝΑ: Καλή για μέσα στην κίνηση
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΡΕΖΕΡΒΟΥΑΡ: Η μεταλλική τάπα αποκαλύπτεται αφού πρώτα σηκωθεί η σέλα.
ΣΤΑΝΤ: Υπάρχει κεντρικό, πανεύκολο στη χρήση, αλλά και πλάγιο αυτόματα αναδιπλούμενο.
ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ: Απλής σχεδίασης και λειτουργικοί. Με εξτρά τον διακόπτη οn-off φώτων.
ΧΕΙΡΟΛΑΒΕΣ: Υπάρχει αρκετά μεγάλη πλαστική σχάρα με ενσωματωμένες χειρολαβές.
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ: Με μεγάλο ύψος μπράτσων και μέτριο οπτικό πεδίο.
ΕΞΤΡΑ & ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ: Γάντζος για τσάντες, μανιβέλα, διακόπτης on-off για τα φώτα, μεταλλικό σωληνάκι στο πίσω φρένο, αντικλεπτικός διακόπτης κάτω από τη σέλα.