fbpx

YAMAHA CR 90 TARGET R, 1991: Το σκούτερ που έφερε τα πάνω-κάτω

Μαμά, συγγνώμη που δεν έγινα δάσκαλος” 

Κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν και πηγαίνουμε στο 1991, τότε που ο υπογράφων οδηγεί το πρώτο του μοντέρνο σκουτεράκι γιαπωνέζικης εταιρίας… και παθαίνει σοκ για πολλούς λόγους. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος

Αχ, οι παλιοί “καλοί” καιροί. Τότε που τα σκούτερ, τα μοντέρνα “πλαστικά σκούτερ” της δεκαετίας του ’90, τα λέγανε “βεσπάκια”. Τότε που νομίζαμε ότι εκείνα τα δίτροχα πραματάκια δεν είχαν τον παραμικρό χαρακτήρα και σήμερα εκτός από το να τα νοσταλγούμε, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριολεκτικά έγραφαν ιστορία.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συνεργαζόμουν με το περιοδικό Motosport του Δ. Παπανδρέου, ένα περιοδικό που έσφυζε από χαρακτήρα μοτοσυκλετιστικό… μέχρι τελευταίας βίδας που λένε, το οποίο περιοδικό παρεμπιπτόντως πρόσφατα επανεμφανίστηκε στα περίπτερα, κάνοντας τον χώρο της δίτροχης ενημέρωσης πλουσιότερο.

Οι μοτοσυκλέτες που δοκιμάζαμε στα περιοδικά μοτοσυκλέτας πριν από 25 χρόνια ξεκινούσαν από ψευδοεντούρο και τσόπερ, supersport ή γυμνές, ντυμένες, τουριστικές και μοτοκρός, εντούρο και τράιαλ, για να φτάσουν μέχρι τα “σχεδόν ανύπαρκτα” στις γκάμες των εταιριών… σκούτερ.

Yamaha CR 90 Target R του 1991. Ο διάολος στο κορμί του...

Yamaha CR 90 Target R του 1991. Ο διάολος στο κορμί του…

Κοντά στα 450 διαφορετικά μοντέλα από τις παραπάνω κατηγορίες δίτροχων κυκλοφορούσαν τότε με τιμές που ξεκινούσαν από τις 79.000 δραχμές του MBK Solex (230 ευρώ), πήγαιναν στις 1.050.000 δραχμές (3,0 χιλιάδες περίπου ευρώ) για το Yamaha ΧΤ600Ε και να χτυπήσουν κόκκινο με τα 2,4 εκατομμύρια δραχμές του Yamaha FZR 1000 (6.900 ευρώ), τα 2,9 εκατομμύρια του BMW K1 ABS και τελικά τα 3,5 εκατομμύρια της Harley Davidson 1340 Heritage Softail (10,0 χιλιάδες ευρώ) που ήταν και η ακριβότερη μοτοσυκλέτα της ελληνικής αγοράς.

Εκείνη την εποχή τα σκούτερ κοιμούνται φυσικά τον ύπνο του δικαίου στην Ελλάδα. Βασικά οι Βέσπες της Piaggio ήταν τα πιο γνωστά σκούτερ με την τότε αντιπροσωπεία Motor Star στη Λ. Βουλιαγμένης να φιγουράρει τη μεγαλύτερη γκάμα απ’ όλους με 13 μοντέλα! Συνολικά τα σκούτερ της ελληνικής αγοράς έφταναν-δεν έφταναν τα 25 ολόκληρα τεμάχια. Σήμερα υπολογίστε ότι η ελληνική αγορά διαθέτει κοντά στα 400 διαφορετικά σκούτερ και κάντε τη σύγκριση.

Όπως και να ‘χει μια μέρα πηγαίνω να παραλάβω ένα καινούργιο σκούτερ από τη Yamaha για δοκιμή, που δεν είχε καμία σχέση με αυτά που ξέραμε. Εκπροσωπούσε τη νέα γιαπωνέζικη σχολή σκούτερ, κι ας ήταν κατασκευασμένο στην Ταϊβάν.

Το σκουτεράκι ονομαζόταν Yamaha CR 90 Target R και τo logo Target το είχε γραμμένο τρεις φορές με μεγάλη γραμματοσειρά πάνω στο δίχρωμο ασπρο-μωβ (!) κορμί του. Άσπρες ζάντες, μισο-άσπρη σέλα, άσπρη σχάρα, δύο προβολείς στο τιμόνι, δύο στοπ στην ουρά. Racing εμφάνιση, ρέισινγκ εξάτμιση με θάλαμο διαστολής και μικρό “σιλανσιέ” στην άκρη, που προεξείχε, έβγαινε πίσω από την ουρά και το πίσω φτερό.

Γιαπωνέζικα ιδεογράμματα το στόλιζαν, που δε μάθαμε ποτέ τι έλεγαν και στο μούτρο έγραφε με μικρά γραμματάκια αυτή τη φορά: “Yamaha Super Sprinter”. Προφητικό το δεύτερο λογότυπο και μάλιστα δεν το έγραφε μόνο στο μούτρο, αλλά και κάτω από το δάπεδο. Από δεξιά κι από αριστερά. Από εικόνα πηγαίναμε καλά, η κακογουστιά των ’90s σε όλο της το μεγαλείο, το σκούτερ ήταν μικρών διαστάσεων, ανέβαινε πάνω ο Ευρωπαίος και το έχανε κάτω από τα πόδια του. Τα λάστιχά του ήταν στενά 3.00άρια και η διάμετρος των τροχών στις “σεμνές”… 10 ίντσες. Το βάρος του δε… “75 κιλά γεμάτο, να τ’ αφήσω;”

Ξέχασα να σας πω – όχι κατά λάθος – ότι το Target, το CR, το 90 ήταν δίχρονο, διέθετε μόλις 82 κυβικά και είχε γκάζι. Αυτό σήμαινε ότι με τέτοιο βάρος και με τη δύναμη που είχε απλά δεν πιανότανε. Η εξατμισάρα του έβγαζε λίγο άκαυτο λάδι μεν, αλλά η διχρονίλα μυρωδιά έμενε ανέπαφη… στα ρουθούνια αυτών που ξαφνιάζονταν στα φανάρια και έμεναν πίσω του με ανοιχτό το στόμα.

Χωρίς υπερβολή, δεκάδες αιφνιδιασμένοι μοτοσυκλετιστές μέσα στη βδομάδα που κράτησα για δοκιμή πρέπει να διηγούνταν “ρε συ σήμερα στα φανάρια με πέρασε ένα βεσπάκι που είχε το διάολο μέσα του ρε…” για να συμπληρώσουν “πάει, χάλασε ο κόσμος, τα πάνω-κάτω θα μας φέρουνε, να το δεις”. Προφητικά λόγια κι αυτά, δείτε που έχει φτάσει η αγορά σκούτερ σήμερα…

Ο ασπρο-μωβ φονέας γιγάντων της Yamaha ήταν ο προάγγελος μιας νέας εποχής: τα σκούτερ δεν θα κάθονταν πλέον φρόνιμα στα φανάρια με μπαρμπάδες να ανοίγουν το ένα δέκατο του γκαζιού στο πράσινο φανάρι. Ο κόσμος θα τα έπαιρνε είδηση σε κάποια φάση και θα έφτιαχνε μια νέα σχολή δικυκλιστών, αυτή που εμείς ονομάζουμε σκουτερίστες.

Λίγο καιρό αργότερα η Yamaha διαφήμιζε το Yamaha CR 90 Target R, με αυτόν τον τρόπο

Λίγο καιρό αργότερα, το 1991, η Yamaha διαφήμιζε το Yamaha CR 90 Target R, με αυτόν τον τρόπο. Ορίστε;

Εκτός από το χρώμα του Yamaha CR 90 Target R δεν μου άρεσε και το κράτημά του, που ήταν απλά επικίνδυνο, με ασαφή συμπεριφορά και πολύ ενδιαφέρουσες χορευτικές ικανότητες σε στυλ ζεϊμπέκικο, ειδικά αν χτύπαγε λακκούβα πάνω στη στροφή. Δύσκολα μαζευότανε, κι αν το έσωνες, μετά ένιωθες πιο ώριμος, γινόσουνα καλύτερος άνθρωπος: “ότι δεν σε πετάει κάτω, σε κάνει πιο δυνατό”, έτσι δε λέει η παροιμία;

Η κορυφαία όμως εμπειρία με το Target ήταν ένα απόγευμα στην κατηφόρα μπροστά από τα δικαστήρια στην Ευελπίδων. Έχει βρέξει, σουρουπώνει κι εγώ κατηφορίζω το δρόμο με καμιά 50αριά χιλιόμετρα. Μάλλον χαζεύω, γιατί δεν βλέπω ότι μπροστά μου είναι σταματημένα αυτοκίνητα στο φανάρι. Ξαφνικά τα βλέπω, πατάω και τα δύο φρένα απότομα και φυσικά μπλοκάρουν αυτόματα (μπορεί να μπλόκαραν και πριν πατήσω τα φρένα, “με τη σκέψη” που λένε) και τα δυο λεπτά, δεκάρια λαστιχάκια, κι αρχίζω να κάνω πατινάζ πάνω στη γλιτσιασμένη άσφαλτο. Η ταχύτητά μου πρέπει να έχει ανέβει τουλάχιστον στα 60 χ.α.ω – αυτή την εντύπωση έχω – και παρακολουθώ με γουρλωμένα μάτια τον προφυλακτήρα του μπροστινού αυτοκινήτου να μου κάνει attack. Εγώ τουλάχιστον – από την πλευρά μου που λένε – τον έχω κεντράρει, τον έχω κάνει target και πάω καταπάνω του.

Θυμάμαι ότι σερνόμουν με μπλοκαρισμένο τον πίσω πλέον τροχό για κάμποση ώρα, αφού να φανταστείτε είχα το περιθώριο να σκεφτώ “αμάν μεγάλε τη φάγαμε”, όντας σίγουρος ότι θα ακολουθήσει το “μπαμ” πάνω στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.

Τότε γίνεται το θαύμα: ανάβει πράσινο, ξεκινάει το αυτοκίνητο, το Target σταματάει επιτέλους, κι εγώ βρίσκομαι στη μέση του δρόμου με κομμένα τα γόνατα. Δεν ξέρω αν εκείνη την εποχή είχα αρχίσει το κάπνισμα ή αν εκείνη τη μέρα το ξεκίνησα. Πάντως μετά από τη φάση με το Target θυμάμαι ότι έκατσα αρκετή ώρα στην άκρη του δρόμου καπνίζοντας και μονολογώντας “ρε πως τη γλιτώσαμε, ρε πως τη γλιτώσαμε…”.

Λίγο καιρό αργότερα η Yamaha αποφασίζει να διαφημίσει το σκουτεράκι-διαολάκι λανσάροντας το με το σλόγκαν “Μαμά συγνώμη που δεν έγινα δάσκαλος”. Είναι η φωτογραφία που βλέπετε παραπάνω. Πίσω από το Target στέκεται ένας τύπος με σοβαρό ύφος και δερμάτινο παντελόνι. Είκοσι πέντε χρόνια μετά κι ακόμα δεν καταλαβαίνω τι ήθελε να πει ο ποιητής… Β.Α.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ