Στην Εθνική… με 150
Μπορούν τα σκούτερ πόλης να ταξιδέψουν στην Εθνική; Όλα γίνονται, αρκεί να υπάρχει όρεξη. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, μάλλον η περιέργεια ήταν το κίνητρο. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Β.Α. , ΓΙΩΡΓΟΣ “ΑΖΖΖ”
Κάθεσαι και το φαντάζεσαι από πριν μέσα στο μυαλό σου. “Εγώ”, λες, “πάνω στο μικρό σκουτεράκι, να κινούμαι αργά-δεξιά πάνω στην Εθνική και από αριστερά να με προσπερνάνε αυτοκίνητα με ‘χίλια’”. Κάτι τέτοια σκέφτεσαι και αποθαρρύνεσαι. Γιατί στην πραγματικότητα το μυαλό πάντοτε “το παρακάνει”: δραματοποιεί τις εικόνες της φαντασίας, υπερτονίζοντας τις δυσκολίες.
Έχω οδηγήσει στην Εθνική με 1000άρια, έχω διασχίσει αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα σε μια μέρα, με 600άρια και με 1300άρια, sport, supersport, ταξιδιάρικα, γυμνά, απλά, sport touring, εντούρο και ψευδοεντούρο και γενικά με ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου.
Και ναι, ομολογώ ότι η διαδρομή μέχρι το Μαρτίνο της Λαμίας μου φαινόταν σαν δοκιμασία, αφού αυτή τη φορά θα επιχειρούσα να ταξιδέψω στην Εθνική με ένα μεσαίο σκούτερ πόλης με μόλις 150 κυβικά.
Έλεγα στον εαυτό μου “μόνο 150cc, πού θα πας ρε παιδί μου;. Μήπως να βρεις κανένα πιο μεγάλο; Θα κουραστείς, δεν θα είσαι άνετα…” και άλλα τέτοια ξενερωτικά. Από την άλλη, κάπου μέσα στο μυαλό υπήρχε ακόμη μια φωνή που υπενθύμιζε ορισμένα πράγματα: όπως τα νεανικά ταξίδια με 50άρια, με Βέσπες, με καθαρόαιμα ή κάτι τριήμερους αγώνες στο χώμα (γύρος της Πελοποννήσου – “Οδύσσεια”, αμάν, τη δεκαετία του ’80!), πάνε χρόνια όμως…
Λένε πως μεγαλώνοντας γίνεσαι πιο μαλθακός – μπούρδες! Το μυαλό σου υποβάλλεται έξωθεν και υποβάλλει εαυτόν, να μαλακώσεις και να απαιτείς ανέσεις.
Κόντρα στις ανέσεις λοιπόν, κάθομαι στη σκληρούτσικη σέλα του Agility, γεμίζω το ντεπόζιτο με 7,5 ευρώ και ανοίγω όοοολο το γκάζι του για να βγώ στην Αττική Οδό. Μπροστά μου με περιμένουν 140 χιλιόμετρα εθνικής οδού. Με ευθείες, δηλαδή με πολλή βαρεμάρα υποτίθεται, καθώς και μ’ έναν ακόμη αρνητικό παράγοντα: κάνει μπόλικη ζέστη, αφού για άλλη μία – για χιλιοστή – φορά στη ζωή μου δεν καταφέρνω να ξεκινήσω το ταξίδι νωρίς το πρωί.
Πάλι περασμένες 12 το μεσημέρι βρίσκω τον εαυτό μου στην Εθνική, “προφυλαγμένο” πίσω από μια μίνι ζελατίνα, που δεν θυμόμουν πόσο μίνι είναι.
Μετά την Αττική οδό κι ενώ αφήνω πίσω μου την Κηφισιά, ένας διαολεμένος αέρας με υποδέχεται. Ε, αυτό πια… “Ξεχύνομαι” στον αυτοκινητόδρομο με – περιέργως – αρκετή όρεξη (σώπα καημένε, σιγά μη μασάμε, δίτροχο να είναι και πας παντού). Τέτοιες ενθαρρυντικές σκέψεις αρχίζουν να περνάνε από το μυαλό μου, ώσπου – κάτι που ίσχυσε μέχρι το τέλος του ταξιδιού – η χαρά της κίνησης φέρνει χαμόγελο και ικανοποίηση.
Περνώντας από τον Αγ. Στέφανο, σταματάω για μια φωτογραφία σε ένα εγκατελειμμένο βιομηχανικό κτίριο, ένα από τα πολλά, που λίγοι γνωρίζουν τι ήταν στο παρελθόν. Αυτό το ταπεινό, τριών στεγών κτίριο φιλοξενούσε την ΜΕΒΕΑ (Μεσογειακαί Επιχειρήσεις Βιομηχανίας Εμπορίου και Αντιπροσωπειών), μια ελληνική κατασκευάστρια εταιρία που κατασκεύαζε και 50άρια μηχανάκια με κινητήρες Zundapp. Εκτός από τα δίτροχα η ΜΕΒΕΑ κατασκεύαζε τρίτροχα και τετράτροχα αυτοκίνητα, με πιο πετυχημένο και διάσημο το Reliant Fox, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε η φορολογία του ελληνικού κράτους υποχρέωσε την εταιρία να κλείσει.
Κατηφορίζω προς τα διόδια, τα πρώτα διόδια του ταξιδιού μου και πληρώνω ένα εξωφρενικό ποσό. Όπως γνωρίζουμε όλοι – εντάξει, όσοι πληρώνουν διόδια… – τα δίτροχα καταβάλλουν το 70% των διοδίων των αυτοκινήτων. Ένα εντελώς παράλογο μέτρο, αφού θα έπρεπε να πληρώνουν το 50%, για να μην πούμε το 30%. Από την άλλη, τι συζητάμε; Αυτό είναι το μόνο παράλογο στην παρούσα φάση; Τι ψάχνεις να βρεις;
Υποταγμένος στο χαράτσι των δρόμων, πιάνω τις ανηφόρες προς την Μαλακάσας (“τι όνομα και δαύτο;”, κάθε φορά που βλέπω την πινακίδα, δεν κρατιέμαι, το λέω), το Kymco ρίχνει την ταξιδιάρικη τελική του στα 70-80 χ.α.ω κι εγώ απλά κρατάω το γκάζι ανοιχτό, κάνω υπομονή και κοιτάζω τη φύση.
Ξέχασα βέβαια να πω, ότι για λόγους επιβίωσης (ενώ, είναι σαφώς λάθος και παράνομο) εξωθούμαι στην βοηθητική λωρίδα. Για άλλη μια φορά πίσω από τους καθρέφτες μου και μπροστά στο δρόμο, οι συνοδοιπόροι αυτοκινητιστές μου κρατούν παρέα, με διασκεδάζουν.
Ό,τι πιο τρελό μπορεί να δει κάποιος, το βλέπει στους δρόμους της χώρας μας με τους ελληναράδες, που γενικά το παίζουν και “τιμόνια”. Προσπεράσεις από δεξιά με 150, λίγο πριν το αυτοκίνητο που δέχεται την προσπέραση στρίψει δεξιά σε έξοδο της Εθνικής χωρίς φλας.
Τύποι που τσαμπουκαλεύονται στην αριστερή λωρίδα με 40-50 χιλιόμετρα παραπάνω, κολλώντας προφυλακτήρες και κάνοντας φώτα, σε στυλ “δε με νοιάζει αν είμαι παράνομος 100%, είμαι μάγκας, θέλω να πηγαίνω με ‘όσα να ‘ναι’ και απαιτώ να κάνεις στην άκρη ΤΩΡΑ!”. Οικογενειάρχες με παιδιά που κρέμονται στα παράθυρα, με πιτσιρίκια κολλημένα στα παρμπρίζ χωρίς να είναι δεμένα, με μωρά που κάθονται στη θέση του συνοδηγού… ό,τι θέλεις βλέπεις, μόνο δεμένα στη σχάρα οροφής δεν τα βρίσκεις. Αθάνατη Ελλάδα, διασκέδαση σας λέω, περνάει η ώρα.
Μετά τις ανηφόρες της Υλίκης το Μαρτίνο έρχεται πολύ γρήγορα. Μπαίνω μέσα στο χωριό και συναντώ την πρώτη διασταύρωση. Εννοείται πως όπως σε όλη την Ελλάδα (έξυπνοι άνθρωποι μωρέ, δεν τα χρειάζονται αυτά) δεν υπάρχει πινακίδα που να λέει ποιος δρόμος οδηγεί που.
Η διασταύρωση έχει 4 διαφορετικές κατευθύνσεις τουλάχιστον. Πιάνω αυτή που μου άρεσε περισσότερο και τελικά φτάνω στην πλατεία του χωριού.
Είναι απογεματάκι, φυσάει κιόλας, έχει κοπάσει η ζέστη. Ένας καλός καφές και η κούραση μειώνεται. Αργότερα το βράδυ, ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού, μια δραστήρια ομάδα ανθρώπων που αγαπούν τον τόπο τους, διοργανώνει όπως κάθε χρόνο μια συναυλία με συγκροτήματα των γύρω περιοχών, αλλά και του χωριού.
Αυτός είναι ο λόγος που έχω επισκεφθεί το Μαρτίνο, αφού είχα ακούσει πολλά για αυτές τις συναυλίες.
Αργά το βράδυ, το χωριό δεν κοιμάται, πως θα γινόταν να κοιμάται άλλωστε. Τα μεγάλα ηχεία σκίζουν τη δροσερή βραδιά με ήχους από ροκ και σκληρή ροκ, αφού πρώτα έχουν τελειώσει τα συγκροτήματα της ελληνικής και έντεχνης ελληνικής μουσικής.
Η καμπάνα της εκκλησίας που χτυπάει στις 12, θυμίζει στον πολύ κόσμο πως σε εκείνη τη φάση θα μπορούσε να παίζεται… εκείνο το κομμάτι με τις καμπάνες των AC DC… Το live τελειώνει κατά τις 2.30 με τουλάχιστον καμιά 20αριά παιδάκια κάτω των 10 ετών να χειροκροτούν και να φωνάζουν, όπως εξάλλου και οι υπόλοιποι θεατές.
Η επόμενη μέρα είναι πιο χαλαρή. Πρωινό στο χωριό, μια βόλτα στο αποκρουστικής όψης, τεράστιο εργοστάσιο της Λαρκο και μετά μπάνιο στο Θεολόγο και κολλητά ταβέρνα δίπλα στο κύμα, έτσι όπως πρέπει να κάνουμε έστω για μια φορά κάθε καλοκαίρι.
Η επιστροφή, όπως μου λέει κι ένας φίλος, “δεν είναι 140 χιλιόμετρα, δεν θα καταλάβεις πότε θα φτάσεις” και πράγματι μου φαίνεται κατηφόρα ο δρόμος.
Σε μιάμιση ωρίτσα είμαι σπίτι. Το Kymco στέκεται πλέον στο διπλό του σταντ, περήφανο θα έλεγα, αφού με έχει βγάλει ασπροπρόσωπο. Αν εξαιρέσεις τη σέλα του, που με ζόρισε λίγο μετά τα 50 λεπτά και με έβαζε να κάνω κόλπα για να ξεπιαστώ, δεν έχω κανένα παράπονο.
Και η κατανάλωσή του δεν κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα, μην ξεπερνώντας τα 5 λίτρα στα 100 χιλιόμετρα, μην ξεχνάμε με “τέρμα γκάζι” διαρκώς.
Σε τι συμπέρασμα μας οδηγούν όλα τα παραπάνω λοιπόν; Ότι δεν χρειάζεσαι πολλά κυβικά για να ταξιδέψεις και με λίγα κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις: διασκεδάζεις και τελικά το φχαριστιέσαι. Αρκεί να υπάρχει χρόνος στα χέρια σου και να μην είσαι ανυπόμονος.
Αν βιάζεσαι και βαριέσαι… τότε πρέπει να επενδύσεις σαφώς περισσότερα χρήματα από τα 1.720 ευρώ μόλις, που κοστίζει το Agility City 150. “City” είπατε; Μπαα… εμείς το κάναμε Kymco Agility “Touring” 150…