Μη φοβού, κι οδήγα!
Είναι πολύ συνηθισμένο οι πιο μεγάλης ηλικίας ακόμα και έμπειροι αναβάτες να αναπτύσσουν φοβίες με το πέρασμα του χρόνου, όπως και πολύ συνηθισμένο είναι οι αρχάριοι, νέοι αναβάτες να φοβούνται κι αυτοί, και μάλιστα ακόμα περισσότερο. Υπάρχουν βεβαίως και οι περισσότεροι, “ενδιάμεσης κατηγορίας” αναβάτες, που φοβούνται μόνο σε κάποιες περιπτώσεις πάνω σε δύο τροχούς. Άρα, τι γίνεται εδώ, όλοι φοβούνται τελικά; Ναι, ο καθένας όμως για τελείως διαφορετικούς λόγους. Κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης ενός “προβλήματος” των ανθρώπων, που αποτελεί όμως τον καλύτερο μηχανισμό επιβίωσης. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος
Η διαχείριση του φόβου είναι αυτό που μας απασχολεί σε αυτό το άρθρο και η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. H ηλικία και η εμπειρία πάνω στη σέλα επί σειρά ετών και πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων, πολλές φορές φέρνει μαζί της τον φόβο και την επιφύλαξη και τελικά την παραίτηση από την οδήγηση.
Συνήθως οι νεαρές ηλικίες αντιμετωπίζουν τον φόβο με θαρραλέα προσέγγιση, νομίζοντας ότι μπορούν να κυριαρχήσουν, απέναντι σε οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους.
Οι νεότεροι αναβάτες ανεβαίνουν ατρόμητοι πάνω σε σκούτερ, παπιά, μοτοσυκλέτες και πολλές φορές – αν είναι τυχεροί – τα καταφέρνουν, χωρίς περάσει καν απ’ το μυαλό τους το αίσθημα του φόβου. Ειδικά την πρώτη φορά.
Όμως, από την πρώτη κιόλας βόλτα που θα κάνει κάποιος – κι αν υποθέσουμε ότι από τότε αρχίζει να οδηγάει κάθε μέρα επί χρόνια – μοιραία ο φόβος μοιάζει να συσσωρεύεται ολοένα και περισσότερο. Είναι αυτά που βλέπει καθημερινά να συμβαίνουν γύρω του, όπως και οι ατυχίες που θα συναντήσει στη δίτροχη καριέρα του, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο επώδυνες που αποτελούν έναν υπολογίσιμο παράγοντα.
Μεγάλη σημασία έχει η πρώτη βόλτα, η πρώτη εμπειρία. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που δοκίμασαν μια και μόνο φορά να ανέβουν πάνω σε δίτροχο, κι η εμπειρία τους ήταν τόσο τραυματική, που έκτοτε δεν θέλησαν ποτέ να επαναλάβουν τη διαδικασία. Γι’ αυτό και λέμε ότι η πρώτη φορά είναι πολύ σημαντική, έτσι ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην “πάρει από φόβο” τα δίτροχα.
Η απειρία απέναντι σε μια – γοητευτική, αλλά άγνωστη – δραστηριότητα ενεργοποιεί και πάλι ξαφνικά τον φόβο, με διαφορετικό τρόπο.
Οποιοσδήποτε άνθρωπος, άντρας, γυναίκα ή παιδί μπορεί να καθίσει πάνω σε μια σέλα και να ανοίξει ένα γκάζι, χωρίς κατάλληλη καθοδήγηση, χωρίς εξοπλισμό και το πιθανότερο, χωρίς να έχει την παραμικρή ελπίδα να μάθει να οδηγάει σωστά.
Το αστείο είναι ότι τα σκούτερ, επειδή είναι φιλικότερα στον χειρισμό, απ’ ότι μια μοτοσυκλέτα με συμπλέκτη και σασμάν ταχυτήτων, είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να τα οδηγήσει.
Τι συμβαίνει συνήθως; Το “θύμα” σίγουρο ότι “απλά ανοίγεις το γκάζι, κι απλά πηγαίνεις”, ανοίγει το γκάζι, το σκούτερ ξεκινάει γρηγορότερα απ’ ότι υπολόγιζε, τρομάζει, το βλέμμα του παγώνει σε κάποιο σημείο του δρόμου… στο οποίο σημείο πηγαίνει και κτυπά, με το γκάζι κολλημένο. Ναι, το έχουμε ακούσει και δει ουκ ολίγες φορές. Είναι στάνταρ υπόθεση.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που αποκτούν ένα σκούτερ νομίζοντας ότι έτσι μπορούν να πολεμήσουν το φόβο τους, με τα αποτελέσματα να μην είναι καθόλου τα αναμενόμενα, αφού ο παλιός καλός “φίλος” αναδύεται ακμαίος και φρέσκος όπως και στο παρελθόν.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να αντιμετωπίσει κάποιος τις φοβίες του, κι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς είναι η εξάσκηση και η επανάληψη. Άδειοι δρόμοι ή χώροι, χωρίς κίνηση και χωρίς πολλά ερεθίσματα να αποσπούν την προσοχή του αναβάτη.
Αν ο χώρος προπόνησης είναι ασφαλής και οι εξωτερικοί κίνδυνοι είναι όσο το δυνατόν λιγότεροι, ο αναβάτης μπορεί να καλύπτει αργά και μεθοδικά, βήμα-βήμα, όλους τους τομείς που τον κάνουν να φοβάται το δίτροχό του.
Αν για παράδειγμα προσδιορίσει ότι φοβάται το φρενάρισμα, μπορεί να εξασκείται σε αυτό, χωρίς βιασύνη και υπερβολές. Πρέπει να πηγαίνει τόσο αργά όσο του ορίζει ο ίδιος του ο εαυτός, έτσι ώστε να αισθάνεται διαρκώς βολικά και όχι άβολα ή δυσάρεστα. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αποτρέψει σταδιακά τις φοβίες του και να αρχίζει να χαίρεται την οδήγηση.
Παράλληλα η ικανοποίηση από την προσωπική επιτυχία βοηθάει στο να ξεπεραστούν εμπόδια και σε άλλα προβλήματα της ζωής, πολύ πιο σοβαρά από μια βόλτα πάνω σε δύο τροχούς. Αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμός είναι οι λέξεις κλειδιά σε αυτή την περίπτωση.
Μέσω της επανάληψης και της εξάσκησης που λέμε παραπάνω, όπως και μέσα από τη μελέτη των συγκεκριμένων αντικειμένων – ή τη μαθητεία κάτω από την επίβλεψη κάποιου ικανού αναβάτη/δάσκαλου – υπάρχει σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα να μάθει κάποιος να οδηγεί σωστά και με ασφάλεια.
Μέσα στη διαδικασία μάθησης είναι υποχρεωτικό να ανακαλύπτει κάποιος ποια είναι αυτά τα σημεία ή καταστάσεις που τον κάνουν να φοβάται, προσπαθώντας να προσδιορίσει την πηγή του προβλήματος, είτε πρόκειται για απολύτως λογικό φόβο (π.χ διάνυση μιας στροφής με ταχύτητα), είτε πρόκειται για κάποιο παράλογο φόβο.
Όπως παραδείγματος χάρη να φοβάται κάποιος τις δεξιές και όχι τις αριστερές στροφές (πολύ συνηθισμένο φαινόμενο) ή την κίνηση σε αυτοκινητόδρομο, τη στιγμή που μέσα στην κίνηση της πόλης, να μην έχει το παραμικρό πρόβλημα.
Είναι πολύ λογικό να φοβάται κάποιος την κίνηση πάνω σε δυο τροχούς, μιας και είναι μια δραστηριότητα συνυφασμένη με το ρίσκο, μικρότερο ή μεγαλύτερο και σίγουρα δεν είναι μια απλή υπόθεση εύκολα διαχειρίσιμη.
Άρα όταν εκλογικεύσουμε και προσδιορίσουμε τους φόβους μας, τότε παίρνουμε όλα τα κατάλληλα μέτρα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε μέσα στο δρόμο: εκπαίδευση, εξάσκηση, ξύπνιο μυαλό και προσοχή, καθώς και σωστός εξοπλισμός μειώνουν τις πιθανότητες του κινδύνου και κάνουν την οδήγησή μας αποτελεσματική και διασκεδαστική.
Αυτός είναι ο στόχος μας, μην το ξεχνάμε ποτέ, να περνάμε καλά ή τουλάχιστον να αισθανόμαστε άνετα πάνω στη σέλα του δίτροχού μας.