Κάνοντας τις ανάγκες μας… ποσοστά
Η επιλογή του “σωστού” σκούτερ είναι μια ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση, παρότι δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιμετωπίζουν το θέμα σαν κάτι απλό που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη ή χρόνο. Αντιθέτως, η διαδικασία απαιτεί και ψάξιμο και χρόνο και σκέψη και … ενδοσκόπηση για τον εκάστοτε μελλοντικό αγοραστή, που πρέπει να ξεκινήσει από το κλασικό: “ποιος είμαι, πού πάω και τι θέλω;” Κείμενο: Β. Αντζουλάτος, Φωτογραφίες: Kymco
Το “καλύτερο σκούτερ της αγοράς” είναι τελείως διαφορετικό για τον καθένα, να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Είναι αυτό που ταιριάζει σε εκείνον περισσότερο και μπορεί να εκπληρώσει τις δικές του συγκεκριμένες επιθυμίες και ανάγκες μετακίνησης, αυτό που θα καλύπτει όλες τις μικρές ή μεγαλύτερες παραμέτρους με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Όλα αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν τη μεγάλη διαφορά σε μια σωστή ή λάθος αγορά, σε βάθος χρόνου.
Το έχουμε ξαναπεί πριν από χρόνια, το πρώτο πράγμα που κάνουμε όταν ετοιμαζόμαστε να επιλέξουμε σκούτερ είναι ότι ρωτάμε τον εαυτό μας, ακόμα και με φιλοσοφική διάθεση: “ποιος είμαι και τι κάνω σε αυτόν τον κόσμο;”.
Αυτό θα μας βοηθήσει να επιλέξουμε σωστότερα. Ο ακριβής προσδιορισμός των αναγκών του καθενός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας αγοράς, κι είναι κάτι που ισχύει για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα και τις αγορές, όχι μόνο για τα σκούτερ.
Το κλασικό μότο είναι: “άλλο το τι θέλεις και άλλο το τι χρειάζεσαι” – άλλο η επιθυμία, άλλο η πραγματική ανάγκη. Κι επειδή τις ανάγκες και τις επιθυμίες ο μοντέρνος άνθρωπος του άστεως τις έχει κάνει κουβάρι μην μπορώντας να τις διαχωρίσει, δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να αποφασίσει.
Εδώ όμως “βοηθάει” το ότι οι περισσότεροι δεν βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, είναι περιορισμένα τα διαθέσιμα χρήματα που μπορούν να επενδυθούν σε μια αγορά, άρα αυτά έχουν και τον πρώτο λόγο. Η οικονομική στενότητα βοηθάει, γενικότερα, στις πιο σωστές επιλογές…
Βεβαίως, αν κάποιος έχει λεφτά με το τσουβάλι, έχει και την πολυτέλεια να κάνει λάθος αγορές, αφού θα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να τις αλλάξει – όμως, καλύτερα να μην πιάσουμε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις. Μιλάμε για συγκεκριμένα και περιορισμένα budget, για ανθρώπους που δεν τους περισσεύουν πολλά χρήματα.
Πείτε λοιπόν ότι βρήκαμε τα χρήματα, ορίσαμε ένα ποσόν που μπορούμε να διαθέσουμε χωρίς να τινάξουμε τον προϋπολογισμό μας στον αέρα και πρέπει να καταλήξουμε στην κατηγορία σκούτερ που μας ταιριάζει (Σπορ, Ρετρό, Πόλης, maxi scooter/Τουρισμού, Τρίτροχα ή Ηλεκτρικά).
Το πρώτο πράγμα που κάνουμε για να μην μπερδευτούμε και οδηγηθούμε σε λάθος επιλογή, είναι να μην αρχίσουμε να φανταζόμαστε τον εαυτό μας πάνω στο Α ή το Β σκούτερ: “χμ, αυτό δεν μου πηγαίνει”, “στο άλλο δεν θα είμαι ωραίος/α πάνω του” κ.λπ., γιατί αν ξεκινήσουμε με τέτοιες προτεραιότητες, δεν θα τελειώσουμε ποτέ.
Άβυσσος η ψυχή και το γούστο του εκάστοτε προβληματιζόμενου μελλοντικού πελάτη…
Για να καταλήξουμε σε συγκεκριμένο τύπο σκούτερ από τις έξι παραπάνω κατηγορίες μελετάμε προσεκτικά τον τρόπο που κινούμαστε καθημερινά.
Για παράδειγμα, αν μεταφέρουμε κάθε μέρα τον/την σύντροφο δικάβαλο σε διαδρομές μεγαλύτερες των 10-15 χιλιομέτρων και σε δρόμους χωρίς κίνηση, τότε ένα 125 πόλης θα είναι το απολύτως ακατάλληλο σκούτερ για τη δουλειά μας. Όπως επίσης και θα είναι άχρηστο ένα δικύλινδρο 500+cc maxi sport scooter για έναν αναβάτη που διανύει λίγα χιλιόμετρα κάθε μέρα μέσα στην κίνηση της πόλης, όπου θα βασανίζεται άνθρωπος και μηχάνημα ανάμεσα σε μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα.
Τι κάνουμε, λοιπόν; Υπολογίζουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε το σκούτερ μας. Λέμε για παράδειγμα: 90% κίνηση με έναν αναβάτη. 90% αστική χρήση. Λίγα χιλιόμετρα ημερησίως. Μικρή τουριστική χρήση κάθε χρόνο, της τάξης του 5-10%. Εδώ δεν θα προτιμήσουμε maxi scooter αλλά σκούτερ πόλης.
Η προσωπική μας “εξίσωση” μπορεί να βγει και αλλιώς: 20% αστική χρήση, πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα, ταξίδια, πολύ συχνά δικάβαλο και… τεράστιες διακοπές κάθε χρόνο, όπου θέλουμε το σκούτερ μας να κουβαλάει δυο άτομα και μπαγκάζια και οι διαδρομές θα έχουν ανηφόρες. Ένα μεγαλύτερου κυβισμού 300+cc είναι πιο ταιριαστό σε μια τέτοια περίπτωση.
Παράλληλα, πρέπει να υπολογίσουμε έναν ακόμα παράγοντα: τον τρόπο που οδηγούμε και κινούμαστε. Αν, παραδείγματος χάρη, έχουμε καταλήξει στον τύπο του σκούτερ – πχ., σκούτερ πόλης με μεγάλους τροχούς για ένα άτομο – και θέλουμε να οδηγούμε γρήγορα, μονίμως με τέρμα γκάζι και να παίζουμε με όλους τους υπόλοιπους “αγωνιζόμενους των φαναριών” σε κάθε πράσινο, τότε θα πάμε στα 300 κυβικά.
Αν δεν βιαζόμαστε σε γενικές γραμμές και σπάνια πηγαίνουμε γρήγορα (κινούμαστε π.χ. κατά 80%, αργά-κανονικά μέσα στη πόλη) τότε ένα 150άρι-200άρι είναι το κατάλληλο για εμάς, ενώ ταυτόχρονα δεν “καίει” τόσο πολύ, πληρώνει μικρότερη ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας, “τρώει” πιο αργά λάστιχα, φρένα και λοιπά.
Άρα η πιο σοφή κίνηση είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις ανάγκες μας, να μελετήσουμε τις συνήθειές μας και να βάλουμε στην εξίσωση τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουμε το σκούτερ μας. Και μετά να μετατρέψουμε τις ανάγκες μας σε ποσοστά… έτσι ώστε δύο και τρία και τέσσερα χρόνια μετά την αγορά μας να είμαστε 100% ικανοποιημένοι. Αυτό είναι το ζητούμενο.