Δες το αλλιώς – κερδίζεις ζωή
του Βασίλη Αντζουλάτου
Ο παραπάνω τίτλος ακούγεται σαν διαφήμιση από το παρελθόν, θυμίζει τα πρώτα σούπερμάρκετ που άνοιξαν στην Ελλάδα: «Τιμές, εξυπηρέτηση, πάρκινγκ…». Βλέπετε, η ύπαρξη ελεύθερου χώρου στάθμευσης σε ένα κατάστημα έγινε σύντομα απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση του, αφού κάτι τέτοιο σήμαινε και περισσότερους πελάτες.
Τώρα τι σχέση έχουν τα πάρκινγκ με τα σκούτερ, μπορείτε ίσως να το φανταστείτε: αν όλες οι επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, μέσα στις πόλεις διέθεταν και πάρκινγκ, σήμερα τα σκούτερ δεν θα πουλούσαν ούτε ένα κομμάτι (που λέει ο λόγος…). Θα έβγαινες με το αυτοκίνητο και θα πάρκαρες όπου ήθελες. Όμως εδώ είναι αστικά τα περιβάλλοντα, δεν είναι «παίξε-γέλασε». Οι ελεύθεροι χώροι εξαφανίστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν, έγιναν εκμεταλλεύσιμοι όλοι, μέχρι τελευταίου εκατοστού. Με το πρόβλημα να γιγαντώνεται διαρκώς, τα σκούτερ μετατράπηκαν σιγά-σιγά σε αναπόσπαστο κομμάτι της «ζωής στην πόλη», του «αστικού lifestyle».
Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους της επιτυχίας των σκούτερ, μιας επιτυχίας που βιώνουμε επιτέλους και στην Ελλάδα. Το «επιτέλους» πηγαίνει στο γεγονός πως η Ευρώπη εδώ και παραπάνω από μια δεκαετία έχει στραφεί προς τα σκούτερ για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων της πόλης. Εκείνη την εποχή, η Ελλάδα επέμενε πεισματικά, αγοράζοντας παπιά. Χωρίς να έχουμε τίποτε κατά των πρακτικότατων δίτροχων – τα οποία εξάλλου έχουν τις ρίζες τους στα σκούτερ, αφού είναι «σκουτερο-μοτοποδήλατα» – αξίζει να σημειώσουμε ότι παπιά πωλούνταν σε τέτοιο βαθμό μόνο στην Ελλάδα και σε χώρες της Ασίας.
Έπρεπε να έρθει το 2008, για να φτάσουν τα σκούτερ στη θέση της αγοράς που τους δικαιωματικά τους ανήκε (δηλαδή την πρώτη θέση), να ξεπεράσουν τα παπιά σε πωλήσεις και μέσα σε δυο-τρια χρόνια να αποτελούν το 50% των συνολικών πωλήσεων της ελληνικής αγοράς.
Οι δικαιολογίες του παρελθόντος για να μην αγοράζουν οι Έλληνες σκούτερ ξεκινούσαν από τις μικρές ρόδες και τέλειωναν στην προβληματική οδική συμπεριφορά. Γιατί τότε, πριν από 15 χρόνια, όταν έλεγαν ‘σκούτερ’ οι περισσότεροι εννοούσαν Βέσπα: με τροχούς 10 ιντσών, μεταλλικό «σασί» και κινητήρα δεξιά. Από τις Βέσπες, όμως, με τον μονόπλευρα τοποθετημένο κινητήρα, που όταν κινείται γέρνει πάντοτε στα δεξιά και με τους μικρούς στενούς τροχούς, μέχρι τους 16άρηδες τροχούς με τις κανονικές αναρτήσεις και τα βελτιωμένα πλαίσια, υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα μοντέρνα σκούτερ έγιναν πέντε φορές πιο ασφαλή από τα «κλασικά» σκούτερ του παρελθόντος.
Δεν ήταν όμως μόνο το θέμα της ασφάλειας που έκανε τους Έλληνες να προτιμήσουν μαζικά τα σκούτερ. Ήταν και το κοινότοπο, διαρκώς επαναλαμβανόμενο «όταν βρέχει, δεν βρέχεσαι». Εντάξει, είναι σημαντικό να μην βρέχεις το κάτω μέρος των ποδιών σου από τα βρομόνερα που κυλούν στους Ελληνικούς δρόμους, των οποίων την προέλευση δεν γνωρίζει κανείς, αφού ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές της Αττικής …ρέουν, μεταξύ άλλων, και λύματα αποχετεύσεων! Ωστόσο, δεν είναι, βέβαια, τα «νερά» ο βασικός λόγος για να αγοράσει κανείς σκούτερ. Άσε δε που η βροχή (μη κοιτάτε τι γίνεται φέτος με τον τρελόκαιρο) δεν αποτελεί τόσο συχνό φαινόμενο στην Ελλάδα, ώστε να σε αποτρέψει να αγοράσεις δίκυκλο όχημα – μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Ένα από τα πρώτα μεγάλα πλεονεκτήματα των σκούτερ σε σχέση με τις μοτοσυκλέτες, είναι η άνεση και η γρηγοράδα του ανεβοκατεβάσματος στη σέλα. Ο χρόνος που χρειάζεται κάποιος για να ξεκαβαλήσει ένα σκούτερ από τη στιγμή που αυτό ακινητοποιείται, είναι θέμα μερικών δευτερολέπτων. Σταματάς, βγάζεις στο πλάι το πόδι σου, στήνεις το σκούτερ, κλειδώνεις, έφυγες. Εξίσου ταχύς είναι ο τρόπος που ανεβαίνεις σε ένα σκούτερ. Είναι επίσης η τρομερή ευκολία χρήσης και λειτουργίας ενός σκούτερ, που κάνει τους πάντες να τα προτιμούν: ένα γκάζι, και δυο φρένα στο τιμόνι… τέλος. Ακόμα κι αν αποδείξουμε με επιχειρήματα πως τα σκούτερ είναι τρεις φορές καλύτερα και πιο εύχρηστα από τις μοτοσυκλέτες μέσα στην πόλη, πάλι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη «μητέρα όλων των επιχειρημάτων» από την πλευρά των επικριτών τους. Ο αντίλογος μιλάει για «αποστειρωμένα οχήματα», που δεν προσφέρουν συγκινήσεις όταν τα οδηγείς. Αναρωτιέμαι τι είδους συγκινήσεις μπορεί να αποκομίσει κάποιος ακόμα και από την καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου που διαθέτει δύναμη, πλαίσιο, αναρτήσεις, γκάζια και φρένα, «όλο το πακέτο» δηλαδή, εάν είναι υποχρεωμένος να την οδηγεί για 50-100 χιλιόμετρα την ημέρα μέσα σε μια μποτιλιαρισμένη πόλη, όπου κινείται με 60, το πολύ 70 χιλιόμετρα την ώρα;
Στα σκούτερ επίσης, ένα ακόμη πλεονέκτημα, είναι πως όλα τα μηχανικά μέρη είναι καλυμμένα, κάνοντας το έτσι και πάλι φιλικό. Χωρίς να ξεφεύγει η ενοχλητική θερμοκρασία του κινητήρα από κάποιο σημείο, χωρίς να πρέπει να προσέχεις πού κάθεσαι, πού πατάς τα πόδια σου, πού βάζεις τα γόνατά σου. Θέματα αξιοπρόσεκτα και για τον συνεπιβάτη, ο οποίος αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τους περισσότερους από εμάς. Πάνω στις μοτοσυκλέτες, ο συνεπιβάτης μας έχει να αντιμετωπίσει «σημεία-παγίδες» και λεπτομέρειες-κλειδιά. Στα σκούτερ, κάθεται συνήθως σε μια μεγάλη άνετη σέλα, απολαμβάνει τη διαδρομή χωρίς να χρειάζεται να σκύψει, να προετοιμαστεί στο φρενάρισμα ή στην επιτάχυνση, να πιέσει το ρεζερβουάρ, να γραπωθεί από τον κορμό του αναβάτη: δεν χρειάζεται να κάνει ούτε ακροβατικά, ούτε ισορροπία για να παραμείνει στη σέλα.
Φιλικά, χρήσιμα και λειτουργικά είναι τα σκούτερ, που προσφέρουν απλόχερα λύσεις στον ιδιοκτήτη του και χτίζουν μέρα τη μέρα μια πολύ δυνατή σχέση με τον άνθρωπο που τα χρησιμοποιεί, προσεγγίζοντάς τον με δεκάδες τρόπους, ώσπου στο τέλος τον κάνουν να τα αγαπήσει. Και να μη θελήσει να τα αποχωριστεί ποτέ ξανά…
Bασίλης Αντζουλάτος