Ο μαχητής της ταχύτητας
Στη σημερινή αγορά δεν είναι εύκολο να βρει κάποιος ένα σκούτερ που να είναι σπορ, να είναι ελαφρύ και εύχρηστο με λίγα κυβικά και συγχρόνως να είναι και βολικό στην κίνηση της πόλης. Η Peugeot όμως έχει διαφορετική άποψη, γι’ αυτό και διαθέτει στη γκάμα της το Peugeot Speedfight 3 125. ΚΕΙΜΕΝΟ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
Το όνομα των Speedfight είναι γνωστό στους κύκλους των σκούτερ κυρίως στους μικρούς κυβισμούς. Η σπορ φυσιογνωμία τους και η πρωτότυπη μονόμπρατση ανάρτηση που χρησιμοποιούσαν στον μπροστινό τροχό τα έκαναν άμεσα αναγνωρίσιμα στο δρόμο και “αυθεντικά”.
Το όνομα και η οικογένεια σκούτερ Speedfight γενήθηκε το 1997 με κινητήρες 50 κυβικών, που ήταν μάλιστα υγρόψυκτοι. Οκτώ χρόνια αργότερα ήρθε η αισθητική αναβάθμιση, αλλά και η έκδοση των 100cc.
Το 2009 παρουσιάζεται η τρίτη γενιά και τώρα για να ολοκληρωθεί η γκάμα εμφανίζεται ένα Speedfight με κινητήρα 125 κυβικών, ο μεγαλύτερος που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ. Είναι αερόψυκτος, ίδιος με αυτόν των Tweet και Citystar κατασκευασμένος από την SYM, με την ιπποδύναμη να ανακοινώνεται στους 10,2 ίππους, ενώ η Peugeot αναφέρει ότι έχει ενισχυθεί η απόδοσή του στις μεσαίες στροφές.
Εδώ σημειώστε μια περίεργη λεπτομέρεια-πληροφορία: το Peugeot Speedfight 3 125 δεν πωλείται στη μητέρα-πατρίδα του τη Γαλλία.
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: Ένας απλός τετράχονος, αερόψυκτος κινητήρας με δύο βαλβίδες και καρμπιρατέρ κινεί το Peugeot Speedfight 3 125, κατασκευασμένος από την SYM.
Ο κύλινδρος έχει δεχθεί ειδική επεξεργασία με κεραμικά υλικά που προσφέρουν καλύτερη λίπανση, λόγω της υφής της επιφάνειας. Ο κινητήρας αυτός είναι ίδιος με αυτόν που χρησιμοποιεί το best seller της ελληνικής αγοράς στην κατηγορία “scooter 125cc”, το SYM Symphony SR 125.
ΣΧΕΔΙΑΣΗ – ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ: Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που δεν του αρέσει η εμφάνιση του σκούτερ της Peugeot. Το πορτοκαλί Speedfight ειναι όμορφο, και η σχεδίαση όπως έχουμε δει επανειλημμένα είναι ένας τομέας που οι Γάλλοι, όπως και οι γείτονες Ιταλοί απλά… διαπρέπουν.
Αιχμηρό από μπροστά μέχρι πίσω είναι το design με το 125 να είναι βαμμένο μισό πορτοκαλί (μπροστά), και μισό μαύρο (πίσω). Φοράει τετράγωνους αεραγωγούς στην ουρά, αλουμινένιο racing δάπεδο και μίνι αεροτομή στην ουρά. Η ποιότητα κατασκευής είναι καλή, όπως και οι λεπτομέρειες του σκούτερ.
ΜΕΓΕΘΟΣ-BΑΡΟΣ: Μικρού μεγέθους και χαμηλού συνολικού ύψους σκουτεράκι του οποίου οι διαστάσεις Το βάρος κοντά στα 120 κιλά γεμάτο και το μεταξόνιο στα 1.320 χιλιοστά. Το πλαίσιο έχει ενισχυθεί για να δεχθεί τον μεγαλύτερο κινητήρα, αφού αρχικά προοριζόταν για το 50άρι.
Η χωρητικότητα του ρεζερβουάρ είναι μεγάλη στα 7,5 λίτρα και είναι τοποθετημένο χαμηλά κάτω από το δάπεδο, βοηθώντας στην κατανομή βάρους, αλλά και την απελευθέρωση του χώρου κάτω από τη σέλα που μπορεί έτσι να καταλάβει περισσότερο χώρο και να φιλοξενήσει ένα μεγαλύτερο κράνος.
ΤΡΟΧΟΙ-ΕΛΑΣΤΙΚΑ-ΦΡΕΝΑ-ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ: Στα δυνατά σημεία του Peugeot περιλαμβάνονται οι αναρτήσεις, που είναι ανάποδο πιρούνι μπροστά (ένα από τα ελάχιστα σκούτερ που έχουν τέτοια ανάρτηση) και μονό ρυθμιζόμενο ως προς την προφόρτιση ελατηρίου αμορτισέρ λαδιού-αερίου, με ξεχωριστό μπουκαλάκι. Η διάμετρος των καλαμιών είναι 32 χιλιοστά και η διαδρομή του τροχού στα 80 χιλιοστά.
Οι τροχοί είναι 13 ιντσών και οι ζάντες καλοφτιαγμένες, όμορφης σχεδίασης με πολλά μπράτσα, βαμμένες μαύρες. Τα δισκόφρενα είναι τύπου μαργαρίτα και φορούν: το μπροστινό διαμέτρου 215 χιλ. δαγκάνα δύο εμβόλων-ακτινικά τοποθετημένη (!) και πίσω δαγκάνα ενός εμβόλου, με διάμετρο 196 χιλιοστών. Τα λάστιχα είναι της γαλλικής εταιρίας Hutchinson σε διαστάσεις 130/60 μπροστά και πίσω.
ΠΡΙΝ ΤΗ ΒΟΛΤΑ
ΘΕΣΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ: Υποτίθεται ότι σε σπορ δίτροχα δεν ταιριάζουν στα υψηλότερα αναστήματα. Αντίθετα η θέση οδήγησης του Speedfight 3 125 ταιριάζει σε πολλά αναστήματα, χαμηλά ή υψηλότερα, παρότι το ύψος σέλας δεν είναι χαμηλό. Όμως τα στενά πλαϊνά της σέλας σου δίνουν την δυνατότητα να πατάς τα πόδια πιο εύκολα στη γη.
Το δάπεδο είναι κάπως ψηλά, βάζοντας τα πόδια σε αντίστοιχη θέση. Η σπονδυλική στήλη του αναβάτη είναι όρθια τοποθετημένη με τον αναβάτη να κάθεται ψηλά πάνω στο σκούτερ.
ΤΙΜΟΝΙ: Μικρού πλάτους τιμόνι με ποιοτικά γκριπ και αντίβαρα στα άκρα του, είναι βολικό στις σφήνες και τη διήθηση.
Είναι τοποθετημένο σε αρκετά χαμηλό ύψος σε σχέση με το σημείο που κάθεται ο αναβάτης, άρα τα χέρια του κατεβαίνουν για να φτάσουν τα άκρα του τιμονιού, σε μια ελαφρώς σπορ θέση.
ΣΕΛΑ: Καλυμμένη από αντιολισθητικό κάλυμμα, είναι επενδεδυμένη με αφρώδες σωστής σκληρότητας και φοράει διπλές, κόκκινες “αγωνιστικές ραφές”. Ανοίγει πολύ εύκολα από τον κεντρικό διακόπτη με περιστροφή του κλειδιού.
ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΗΣ: Τα πόδια του συνεπιβάτη πατούν πάνω σε αλουμινένια, στενά, σπορ, αναδιπλούμενα μαρσπιέ. Το ανέβασμα στη σέλα γίνεται εύκολα, η θέση είναι μέτριας στήριξης με μικρού μήκους σέλα να του αντιστοιχεί. Υπάρχει και αεροτομή-χειρολαβή στην ουρά.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΔΙΑΣ/ΖΕΛΑΤΙΝΑΣ: Καμία προστασία για το πάνω μέρος του σώματος, αφού το ύψος της ποδιάς είναι χαμηλό. Καλή είναι η κάλυψη των ποδιών από την ποδιά.
Το οπτικό πεδίο είναι πολύ καλό μιας και δεν παρεμβάλλεται τίποτε μπροστά από τον αναβάτη. Μόνο αυτός και ο δρόμος.
ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ: Χωράει ένα φουλφέις κράνος, αλλά όχι όλα τα φουλφέις, άρα εξαρτάται από το σχήμα, το μέγεθος και τους αεραγωγούς. Δεν υπάρχει ντουλαπάκι ποδιάς, παρά μόνο γάντζος για σακκούλες και τσάντες, για μεταφορά τους στο δάπεδο, ανάμεσα στα πόδια του αναβάτη.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΗΣ: Οι εξωτερικές διαστάσεις του Speedfight 125 είναι μικρές, όπως κόντό είναι και το μεταξόνιο του scooter στα 1,3 μέτρα, με το βάρος να φτάνει γεμάτο σχεδόν τα 120 κιλά. Με τέτοια γεωμετρικά χαρακτηριστικά το Peugeot Speefight 3 125 γίνεται ιδανικό για χρήση μέσα στην πόλη.
Λόγω του χαμηλού ύψους της ποδιάς και του τιμονιού, αλλά και της θέσης οδήγησης (κάθεσαι “πάνω” στο σκούτερ, σε θέση που δίνει άμεσο έλεγχο) ο αναβάτης βλέπει πολύ κοντά μπροστά του, κι έτσι μπορεί να ελέγξει εύκολα το σκούτερ, ειδικά στα αργά, απαιτητικά κομμάτια της κίνησης και της καθημερινής αστικής μετακίνησης.
Είναι ελαφρύ και ευέλικτο, τα πόδια του αναβάτη να τοποθετούνται σχεδόν κάθετα στο δάπεδο και όχι “ξαπλωτά” – στοιχείο που προσφέρει ακόμα πιο εύκολο έλεγχο του Speedfight.
H εκκίνηση του κινητήρα γίνεται ταχύτατα και πανεύκολα, με τους μηχανικούς θορύβους παρόντες, αλλά σε καμιά περίπτωση ενοχλητικούς, κάτι που ισχύει και για τους κραδασμούς. Η τροφοδοσία του καρμπιρατέρ είναι πολύ καλή, αρκεί ο κινητήρας να έχει φτάσει σε θερμοκρασία λειτουργίας μετά το πρωϊνό ξεκίνημα.
Οι εκκινήσεις από στάση είναι καλές και τελικά το σκούτερ καταφέρνει να σε πείσει ότι με ένα ενισχυμένο πλαίσιο 50αριού που έχει τοποθετηθεί μεγαλύτερος κινητήρας (125 στην περίπτωσή μας) μπορείς να δημιουργήσεις ένα compact και σταθερό σύνολο που “και πηγαίνει – και πάει”, αλλά κυρίως “και κρατάει”, είναι αρκετά σταθερό.
Οι αντιδράσεις του σκούτερ στις διαταγές του αφεντ… του αναβάτη είναι άμεσες, το 125 στρίβει και αντιδρά σαν βαρύ 50άρι για την ακρίβεια και εμφανίζει σταθερότητα που είναι εντυπωσιακή για το μικρό του μεταξόνιο. Η καλή του πλευρά φαίνεται ιδιαίτερα σε στροφές μέχρι 60-80 χιλιόμετρα. Τα όρια του σκούτερ θα υποδειχθούν τις περισσότερες φορές, όχι από τις αναρτήσεις ή το πλαίσιο, αλλά από τα ελαστικά της Hutchinson, που γλιστρούν κάτω από πίεση.
Παρότι υπάρχει ένα αμορτισέρ στον πίσω τροχό οι ελαστικότητες του πίσω μέρους είναι λίγες και ελεγχόμενες, ενώ το ανάποδο πιρούνι λειτουργεί πολύ καλά αν λάβουμε υπόψη τη μικρή του διαδρομή. Οι αναρτήσεις είναι ελαφρώς σκληρές, αλλά τα καταφέρνουν καλά στους δύσκολους ελληνικούς δρόμους, μιας και διαθέτουν καλές αποσβέσεις.
Η επιγραφή στο μπουκαλάκι του αμορτισέρ CARSA δεν σημαίνει τίποτε άλλο από “Compression And Shock Absorber Rebound”, ότι δηλαδή το αμορτισέρ αυτό έχει απόσβεση και στη συμπίεση και στην επαναφορά του… τα αυτονόητα δηλαδή.
Τα δισκόφρενα κάνουν και αυτά καλή δουλειά, με την προσοχή που έχει δοθεί από πλευράς εταιρίας στο μπροστινό φρένο να εντυπωσιάζει: μαργαρίτα δίσκος, 2έμβολη δαγκάνα ακτινικά τοποθετημένη, μεταλλικά σωληνάκια, τι άλλο να κάνει κανείς; Η δύναμη του μπροστινού φρένου είναι πολύ ικανοποιητική και η αίσθηση που δίνει (επιστρέφει για την ακρίβεια) στα δάχτυλα του αναβάτη είναι αρκετή, για να μην το παρακάνει ο τελευταίος και μπλοκάρει τον τροχό.
Ο συνεπιβάτης θα ανέβει εύκολα στο Peugeot Speefight 3 125, αφού το ύψος της σέλας του είναι λογικό, θα πατήσει πάνω σε λεπτά αλουμινένια μαρσπιέ, αλλά το μήκος της σέλας και η σκληρότητά της είναι τέτοια που δεν θα του προσφέρουν άνεση για παραπάνω χρόνο, από μια μέσης διάρκειας βόλτας-διαδρομής. Από πλευράς πίσω ανάρτησης δεν θα εκφράσει παράπονο.
ΕΚΤΟΣ ΠΟΛΗΣ: Το Speedfight 3 125 είναι σχεδιασμένο για την πόλη και τις δύσκολες συνθήκες μποτιλιαρίσματος. Τι δουλειά έχει εκτός πόλης; Μόνο αν αναγκαστείς να το βγάλεις από την πόλη θα φτάσει εκεί… Η αυτονομία του πάντως είναι πάνω από 200 χιλιόμετρα αφού το ντεπόζιτο είναι αρκετά μεγάλο.
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ: To δυνατό μοτεράκι ακούγεται καθώς το Speedfight ορμάει από στάση. H πραγματική τελική που πετυχαίνει είναι τα 102 χ.α.ω και το ψηφιακό κοντέρ θα δείξει παραπάνω σε μικρή κατηφόρα. Τα 0-50 μέτρα διανύονται σε 5,2 δευτερόλεπτα, τα 0-100 μέτρα σε 8,25 και το “400άρι” (0-400m) σε 21,8 δευτερόλεπτα
Η κατανάλωση φτάνει τα 3,8 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα με τέρμα γκάζι και σε αυτή την περίπτωση η αυτονομία φτάνει πολύ κοντά στα 200 χιλιόμετρα. Με ήπια οδήγηση μπορείς να δεις την κατανάλωση να πέφτει και στα 3,3 λίτρα για 100 χιλιόμετρα.
ΤΕΛΙΚΑ…
Με την τιμή αγοράς (τη στιγμή που γράφεται η δοκιμή Δεκέμβριος ’14) του Peugeot Speedfight 3 125 να έχει οριστεί στα 2.090 ευρώ, κοντά στο μέσο όρο της κατηγορίας, θα λέγαμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ καλή υποψηφιότητα για κάποιον που θέλει ένα μικρό, σπιρτόζικο, νόστιμο και σβέλτο σκούτερ για καθημερινή μετακίνηση. Οι επιδόσεις του είναι καλές, η κατανάλωσή του λογική, οι αναρτήσεις δίνουν λογικές ποσότητες άνεσης στους επιβαίνοντες και κυρίως, όλα αυτά πάνω σε ένα σπορτίβικο, νεανικό “πακέτο”, που είναι σίγουρο ότι είναι γοητευτικό στους νεότερους αναβάτες.
ΟΡΓΑΝΑ: Πάνω στο τιμόνι είναι το όργανο, με αναλογικό στροφόμετρο να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του και στο κάτω μέρος να ενώνεται με οθόνη υγρών κρυστάλλων (μερικός, ολικός χιλιομετρητής, ένδειξη στάθμης βενζίνης και ρολόι) Δεξιά και αριστερά στην κορυφή του οργάνου υπάρχουν ενδεικτικές λυχνίες για τα φλας, φώτα, στάθμη λαδιού και ρεζέρβας βενζίνης.
ΦΩΤΑ – ΚΟΡΝΑ – ΔΙΑΚΟΠΤΕΣ: Δυο μεγάλοι τριγωνικοί προβολείς καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της “μύτης” του σκούτερ και στις γωνίες τους έχουν ενσωματωμένα και τα φώτα πόλης. Τα φλας είναι όμορφα προσαρμοσμένα στις ακμές του φέρινγκ και μοιάζουν να είναι LED αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τέσσερις μικρές λυχνίες (λαμπίτσες), που είναι οικονομικότερη λύση ΟΚ.
Η δέσμη των προβολέων είναι ικανοποιητική, όπως και η απόδοση των φλας και του μεγάλου καλαίσθητου επίσης οπίσθιου φωτιστικού σώματος. Το τελευταίο έχει ενσωματωμένα τα φλας επίσης με λυχνίες και όχι LED. Η κόρνα είναι έχει καλή ένταση.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΡΕΖΕΡΒΟΥΑΡ: Εύκολη η πρόσβαση, αφού η τάπα είναι εξωτερική, φωλιασμένη πάνω στο χαμηλό τούνελ που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια σου. Ξεκλειδώνει με το κλειδί της ανάφλεξης αλλά δεν έχει κάποιο γάντζο-μεντεσέ να την κρατήσει στη θέση της, άρα την παίρνεις στα χέρια.
ΣΤΑΝΤ – ΣΧΑΡΑ – ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ: Υπάρχουν δύο στάντ, ένα πλάγιο που σβήνει και τον κινητήρα όταν ανοίγει για λόγους ασφαλείας, για τις γρήγορες στάσεις που είναι πολύ βολικό και ένα διπλό-κεντρικό που ανεβάζει και κατεβάζει εύκολα το σκούτερ.
Σχάρα δεν υπάρχει παρά μόνο μια διακοσμητική αεροτομή που παίζει και το ρόλο (κατά κάποιο τρόπο) και της χειρολαβής. Οι καθρέφτες είναι σπορ σχήματος με διπλά μπράτσα και περιορισμένη ορατότητα, αλλά εύκολη ρύθμιση.
ΕΞΤΡΑ & ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ: Το σπόιλερ στην ουρά λειτουργεί και σαν χειρολαβή, παροχή ρεύματος (τύπου αναπτήρα αυτοκινήτου), άγκιστρο ποδιάς, μανιβέλα.